Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009

Μωρίας Εγκώμιον του Έρασμου και Γαργαντούας του Ραμπελαί


Εισαγωγή

Η πολιτισμική αναγέννηση που παρατηρείται ως φαινόμενο από τις αρχές του 14ου έως και τα μέσα του 16ου αι. σηματοδοτεί μια νέα περίοδο στην ιστορία της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας ,με κύριο χαρακτηριστικό της την αναδιαμόρφωση του τρόπου σκέψης. Αίτια του φαινομένου οι κοσμοιστορικές αλλαγές όχι μόνο σε επίπεδο ανακαλύψεων αλλά και σε πνευματικό. Η ανακάλυψη νέων τρόπων μετάδοσης της γνώσης και κυρίως η εξάπλωση των ιδεών του κινήματος του Ουμανισμού ,ανοίγουν το δρόμο για ένα νέο πνεύμα καινοτομίας και προόδου. Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο εμφανίζονται δείγματα γραφής τα οποία αργότερα θα αποτελέσουν τον πυρήνα της νεότερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας . «Η Αναγέννηση και ο Ουμανισμός είναι όροι αμφίσημοι» επισημαίνεται στο βιβλίο. Ως Αναγέννηση θεωρείται η συγκεκριμένη χρονική περίοδος της μετάβασης από το σκοτεινό παρελθόν του Μεσαίωνα στο ελπιδοφόρο φως που εκπέμπει η νέα αυτή πολιτισμική επανάσταση. Η απομυθοποίηση των στηριγμάτων της πίστης του Μεσαίωνα οδήγησε στη ρεαλιστική απεικόνιση αυτών των ίδιων των αυθεντιών. Κινητήριος δύναμη καθώς και μοχλός ανάπτυξης υπήρξε ο Ουμανισμός.
Η φιλοσοφία του Ουμανισμού περίκλειε όλη τη νέα συλλογιστική η οποία εστίαζε το ενδιαφέρον της στην ανθρώπινη ύπαρξη. Σύμφωνα με τους μελετητές ο Ουμανισμός εμφανίζεται στην Ιταλία γύρω στο 1375 με πρόδρομο τον Πετράρχη μια γενιά μετά το Δάντη και τη Θεια Κωμωδια του . Στο καταφύγιο αυτό της γραφής του Πετράρχη θα βρουν στέγη κι ο Έρασμος με το Ραμπελαί . Ο πρώτος ,ουμανιστής και θεολόγος, θα προσπαθήσει να διαδώσει τη «γνήσια και καθαρή πίστη μέσα από μία θεολογία απελευθερωμένη από τις σχολαστικές επιβαρύνσεις και θεμελιωμένη πάνω στην άμεση γνώση της Αγίας Γραφής» . Ο δεύτερος κι αυτός ουμανιστής αλλά ταυτόχρονα κι ένας καλόγερος –γιατρός θα αναζητήσει «την πλήρη γνώση του άλλου κόσμου που είναι ο άνθρωπος» . Στα κείμενα τους «Μωρίας Εγκώμιον» του Έρασμου και «Γαργαντούα» του Ραμπελαί ξεδιπλώνονται αυτές τους οι αντιλήψεις .Το ουμανιστικό πνεύμα έκδηλο φανερώνεται στον αναγνώστη με τρόπο σκληρό αλλά αληθινό. Η κοινωνική κριτική που ασκούν κι εστιάζεται σε μια συγκεκριμένη κάστα ανθρώπων είναι περίτεχνα σμιλευμένη με το κωμικό στοιχείο που φτάνει πολλές φορές στα όρια της ειρωνείας. Αληθινά πολύ πρωτοποριακό για κείνη την εποχή.

Οι εξελίξεις στο χώρο της παιδείας από τον 14ο αι. έως τα μέσα του 16ου αι.

Ο 14ος αι. σηματοδοτείται από την κρίση της μεσαιωνικής Φεουδαρχίας η οποία με τη σειρά της γίνεται η αφορμή για τη συγκέντρωση μεγάλου πληθυσμού στις πόλεις και τη δημιουργία της αστικής τάξης. Σταδιακά κι ο κυρίαρχος ρόλος της παπικής εξουσίας ,που αποτελούσε μέχρι τότε το συνεκτικό κρίκο στο φεουδαρχικό περιβάλλον, μειώνεται σημαντικά. Στην Ανατολή ο Οθωμανικός σκοταδισμός εξακοντίζει το λόγιο πνεύμα, που βρίσκει καταφύγιο στη Δύση και δη στις αυλές ενός νέου πολιτικού μοτίβου ,της μοναρχίας. Σημαντική εξίσου παράμετρος ο διασκορπισμός του εβραϊκού στοιχείου σ’ όλη τη κεντρική Ευρώπη. Όλες αυτές οι ιστορικές ανακατατάξεις μαζί με τις ανακαλύψεις στον ευρύτερο επιστημονικό χώρο αλλά και νέων κόσμων ως αποτέλεσμα των εξερευνήσεων, διαμορφώνουν τη νέα φυσιογνωμία της γηραιάς ηπείρου. Ο κόσμος αλλάζει. Ο χώρος της παιδείας γίνεται ο άμεσος αποδέκτης των αποτελεσμάτων όλων αυτών των συγκυριών .
Η μετάβαση από το Μεσαίωνα σηματοδοτείται από ραγδαίες εξελίξεις στο κόσμο του πνεύματος με κύρια εκείνης της αυτονόμησης της παιδείας από τη πάλαι ποτέ κραταιά Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Ο θεσμός των Πανεπιστημίων είναι το ισχυρό πλήγμα που δέχεται το μονοπώλιο της μοναστικής και επισκοπικής εκπαίδευσης. Αν και η γλώσσα της λατινικής συνεχίζει να κατέχει την πρώτη θέση και στο νέο αυτό θεσμό ,ωστόσο στις άλλες σχολές και κολλέγια που δημιουργούνται ,οι εθνικές γλώσσες πρωτοστατούν. Η ανακάλυψη της τυπογραφίας βοηθά στην ευρύτερη διάδοση της γνώσης αλλά και της σκέψης. Η χρησιμοποίηση του χαρτιού ,εφεύρεση κινέζικη, μαζί με την επινόηση της μικρογράμματης γραφής οδηγεί στην εντατική αντιγραφή των χειρόγραφων σε μικρογράμματα στοιχεία . Η αλλαγή της τεχνικής αγγίζει και το ίδιο το μέσο, το βιβλίο. Από τον πάπυρο και τη περγαμηνή φτάνουμε στο κύλινδρο με τελική κατάληξη στον κώδικα. Το βιβλίο είναι πια ένα εύχρηστο μέσο διάδοσης της γνώσης . Έτσι ο λόγιος ξεφεύγει πια από το στενό εκκλησιαστικό επίπεδο ενώ λειτουργεί ταυτόχρονα κι ως αστός. Η μορφωτική εκκοσμίκευση αναδεικνύει τους νέους εκφραστές της που δεν είναι άλλοι από τους «μορφωμένους λαϊκούς» , οι οποίοι κατέχουν πια τη δίκαια τη θέση του επαγγελματία λογοτέχνη . Η εξατομίκευση της λογοτεχνίας γεννά με τη σειρά της νέα είδη λόγου. Η μέχρι τώρα μέθοδος της απλής αντιγραφής των κειμένων αντικαθίσταται από ένα πνεύμα κριτικής ανάλυσης . Η στείρα μέχρι τώρα αντιμετώπιση της διάδοσης της γνώσης χωρίς να αποκαθηλώνεται ωστόσο ,εμπλουτίζεται για να παραχθεί το νέο, το διαφορετικό. Η εξάπλωση του Ουμανισμού υπήρξε θεμελιώδης παράγοντας για τούτη την αλλαγή.
Ο ανθρωπισμός (humanismus στα λατινικά)ανέδειξε «το αίσθημα της αξίας του ανθρώπου» αλλά και «την παιδεία που ευνοεί τέτοια αισθήματα μέσω της καλλιέργειας του ανθρώπινου λόγου» . Η Αναγέννηση των γραμμάτων στην Ευρώπη επιτεύχθηκε με τη βοήθεια του παρελθόντος. Ο Ουμανισμός έφερε ξανά στην επιφάνεια τη παραμελημένη κλασική γραμματεία , τη μελέτη των ελληνικών και λατινικών γλωσσών και γραμμάτων. Η επιστροφή στις πηγές οδηγεί σε μια νέα προσέγγιση των αρχαίων κειμένων. Η προσπάθειά τους όσον αφορά τη θρησκεία επικεντρώνεται στο ν’ ανακαλύψουν « και πάλι την καθαρότητα των κειμένων και την αγνότητα της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού» . Στη φιλοσοφική σκέψη από την άλλη η ευρεία διάδοση του νεοπλατωνισμού θα υποσκελίσει τη σχολαστική μελέτη του έργου του Αριστοτέλη που χρησιμοποίησε η παπική εκκλησία για να δημιουργήσει τον κόσμο των αυθεντιών . Το πλήγμα σε κάθε είδος αυθεντίας και κύρους μεταλαμπαδεύεται στη λογοτεχνική έκφραση.
Σκοπός της λογοτεχνίας είναι να βελτιώσει όχι μόνο τον άνθρωπο αλλά και ολάκερη την κοινωνία. Πλήθος διδακτικών έργων συγγράφονται την εποχή αυτή κι αποβλέπουν στην εκπαίδευση του λαού ,αλλά κι άλλα τόσα σατιρικά και κριτικά γραπτά που σκοπό έχουν να καταδικάσουν «τις ανθρώπινες ατέλειες και τις κυβερνητικές, εκκλησιαστικές και κοινωνικές καταχρήσεις» . Στα γλωσσικά ή μορφολογικά χαρακτηριστικά που έχουν τα κείμενα αυτά διαφαίνονται ορισμένες νεότερες τάσεις. Η χρήση της λατινικής γλώσσας συνεχίζει σε ικανοποιητικό βαθμό να ισχύει, ωστόσο η τάση που αρχίζει βαθμιαία να επικρατεί είναι η χρήση εκείνων των νέων εθνικών γλωσσών, που είναι βέβαια σε υπό διαμόρφωση, αλλά απηχούν τη ψυχοσύνθεση των κατά τόπων λαών. Ο έμμετρος λόγος δεν εξαφανίζεται αλλά υποκύπτει στη βαθμιαία ανάπτυξη του πεζού με ιδιαίτερη έμφαση στο ρητορικό λόγο. Όσον αφορά τώρα για τον ίδιο το συγγραφέα ,το όνομά του αλλά και ο ιδιαίτερος πρωτότυπος χαρακτήρας των έργων του ,αρχίζουν ν’ αποτελούν τη σφραγίδα του σε κάθε λογοτεχνικό του δημιούργημα . Έτσι χαρακτηριστικά γνωρίζουμε για τα-σταθμούς της περιόδου αυτής- σατιρικά έργα Μωρίας Εγκώμιον του Έρασμου και Γαργαντούας του Ραμπελαί.
Ο Έρασμος ουμανιστής χαρακτήριζε τον εαυτό του ως ποιητή και θεολόγο. Οι κλασικές του σπουδές συνάδουν με το αναγεννησιακό πνεύμα που καλλιεργήθηκε την περίοδο αυτή όπως επίσης και οι αντιλήψεις του περί γνήσιας και καθαρής πίστης «μέσα από μία θεολογία απελευθερωμένη από τις σχολαστικές επιβαρύνσεις και θεμελιωμένη πάνω στην άμεση γνώση της Αγίας Γραφής» . Ποιητής, πεζογράφος ,μεταφραστής με το κριτικό και γεμάτο χιούμορ και ειρωνεία ύφος του ,υπήρξε άξιος εκφραστής της νέας τάξης πραγμάτων. Η κόντρα με το καταστημένο και η θέληση της καθιέρωσης της νέας αντίληψης των πραγμάτων βρίσκεται και στο έργο του Ραμπελαί. Η ακόρεστη επιθυμία του ανθρώπου να πάρει στα χέρια τη μοίρα του και να πιστέψει στις ικανότητές του ήταν θεμελιώδης αντίληψη όχι μόνο του Ραμπελαί αλλά κι ολόκληρου του ουμανιστικού κινήματος. Καλόγερος και γιατρός ταυτόχρονα ταυτιζόταν απόλυτα με τις επιταγές του σύγχρονου λόγιου αστού. Η αθυροστομία του ,το καυστικό του ύφος σε συνδυασμό με το κωμικό στοιχείο προχωρεί προς τη κατεύθυνση που χάραξε ο ουμανιστικός τρόπος έκφρασης.

Η κριτική των κοινωνικών φαινομένων στα έργα Μωρίας Εγκώμιον του Έρασμου και Γαργαντούα του Ραμπελαί.

Ο Έρασμος όπως και ο Ραμπελαί στα έργα τους αυτά καυτηριάζουν κοινωνικούς θεσμούς και φαινόμενα της εποχής τους. Στο έργο του Έρασμου πρωταγωνίστρια είναι η προσωποποιημένη Μωρία (Τρέλα) η οποία εκφέρει λόγο κι άποψη στο συγκεκριμένο κείμενο για τους θεολόγους ,καλόγερους και μοναχούς. Η Μωρία παρατηρεί και σαρκάζει, με ύφος αν και ανάλαφρο αρκετά σχολαστικό , τη βλακεία της ανθρώπινης φύσης . Ο Έρασμος στην αρχή του κειμένου αναδεικνύει τον κίνδυνο που υπήρχε στην εποχή του να χαρακτηριστεί κάποιος αιρετικός . Το φαινόμενο αυτό ,όπως διαφαίνεται μέσα από το κείμενο , προκαλούσε τρόμο στο λαό αφού οι συνέπειές του ήταν οδυνηρές. Κομμάτι του ρόλου των ιεροεξεταστών κατείχαν κι οι θεολόγοι οι οποίοι εκμεταλλεύονταν αυτή τους την ιδιότητα ώστε να φέρονται με υπεροψία και ν’ απαιτούν από τον απλό λαό να τους προσκυνά στο δρόμο προσφωνώντας τους : «Διδάσκαλε ημέτερε». Έκφραση πομπώδες η οποία χρησιμοποιείται σε αρχαία συγγράμματα ως ρητορικό σχήμα αφού κρύβει υπερβολή. Οι εκφράσεις ωστόσο με τις οποίες ο ίδιος ο Έρασμος τους χαρακτηρίζει κάθε άλλο από παρά φόβο δείχνουν. Το λεξιλόγιο υποτιμητικό , καυστικό και πολλές φορές λαϊκό χτυπάει ανελέητα : “Φοβερά κατσούφικη κι οξύθυμη φάρα» , «αχάριστους» . Στη συνέχεια αναφερόμενος στους καλόγηρους και μοναχούς εστιάζει σε μια τάση ζωής όχι μόνο για να την καυτηριάσει αλλά και να την καταδικάσει. Οι μοναχοί και οι καλόγεροι δε δουλεύουν παρά ζουν με τη ζητιανιά εκμεταλλευόμενοι την πίστη του απλού λαού. Στήνονται έξω απ΄ τις εκκλησιές ή ως διακονιάρηδες οργώνουν όλοι την επικράτεια .Ειδικά οι διακονιάρηδες «περιφέρουν» μαζί τους ένα από τα μέγα Μυστήρια της εκκλησίας , την εξομολόγηση. Ο συγγραφέας μέμφεται και καταδικάζει τον τρόπο που ασκούν το θείο αυτό Μυστήριο γιατί στην ουσία είναι εξευτελιστικός. Οι λέξεις κι εδώ του συγγραφέα λειτουργούν σα μαστίγιο: «βρωμιά», «αγραμματοσύνη», «γκαρίζουν», χοντροκοπιά», «ξεδιαντροπιά», «σφήκες», «γαυγίζουν». Λέξεις με μεταφορική σημασία, που κρύβουν υπερβολή αλλά που θέλουν να τονίσουν την αποστροφή που νιώθει ο Έρασμος. Ένα άλλο φαινόμενο της εποχής ήταν η δημιουργία Ταγμάτων μοναχών που αντιπαλεύονταν μεταξύ τους . Οι λόγοι που δημιουργούνταν οι καβγάδες ευτελείς ,ανούσιοι κι ανόητοι. Γίνονταν για λόγους τυπολατρίας αλλά κατά βάθος λόγω υπεροψίας και επιθυμίας για επιβολή. Ο συγγραφέας θεωρεί αυτές τις συμπεριφορές αντιχριστιανικές και τις ειρωνεύεται : «Κι άνθρωποι , που κηρύχνουν … λίγο πιο σκούρο». Το πλέον χαρακτηριστικό ρητορικό σχήμα εκτός από τις μεταφορές που συναντάμε μέσα στο κείμενο είναι η αλληγορία. Ο συγγραφέας επιδιώκει μ αυτή την τεχνική ν’ αποκρύψει το πραγματικό νόημα. Παράλληλα μ’ αυτό τον τρόπο προσπαθεί να προσδώσει στα νοήματα του μεγαλύτερη υποβλητικότητα ώστε να τα κάνει πιο αισθητά να τους δώσει ζωντάνια. Αυτό βέβαια απαιτεί ειδική ανάγνωση γιατί η αλήθεια κρύβεται κάτω από τις λέξεις και τα εκφραστικά μέσα . Ένας τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να το πετύχει είναι οι παρομοιώσεις που χρησιμοποιεί. Η παροιμία της βαλτωμένης Καμαρίνας, τα δίχτυα του Ηφαιστου, το τενεδιό τσεκούρι. Αν και το ύφος του έργου είναι κάπως επιτηδευμένο λόγω των πολλών ρητορικών σχημάτων που χρησιμοποιούνται (εξάλλου πρόκειται για εγκώμιο), η γλώσσα είναι απλή και κατανοητή με πολλές δανεικές λέξεις κι εκφράσεις λαϊκές ίσως και λίγο μη λογοτεχνικές : « τρομάρα» , «φάρα», κορακίστικα», « ντιπ αγράμματοι», «χάρμα»κ.α.
Στο κείμενο του από την άλλη ο Ραμπελαί ασχολείται κι αυτός με το φαινόμενο του άεργου μοναχού, αλλά από κάπως διαφορετική σκοπιά. Από τη πλευρά του κοινωνικού ρατσισμού τον οποίο βίωναν . Ο συγγραφέας ωστόσο δικαιολογεί απόλυτα τη συμπεριφορά του λαού απέναντί τους. Ο τρόπος με τον οποίο ζουν δε συνάδει με τη νέα κοσμοαντίληψη και αυτό τους καθιστά παρείσακτους στην κοινωνία. Ο χλευασμός τους από τον απλό πολίτη είναι αναμενόμενος . Ο νέος υλιστικός κόσμος θωρεί τη δουλειά ως αγαθό .Όσοι απεύχονται την εργασία μοιάζουν με τους «κηφήνες» μιας κυψέλης ή τον «πίθηκο» που ψυχαγωγεί τους θεατές. Η αχρηστία τους και η μη αποδοτικότητα στην κοινωνία προκαλεί την επιθετικότητα του λαού που μπορεί να ερμηνεύεται σε ένα απλό γιουχάισμα ή ακόμα και σε άσκηση σωματικής βίας. Κι εδώ το λαϊκό λεξιλόγιο και οι εκφράσεις πρωτοστατούν : «καμπανίσει» , «νιο καλό κρασί», «πατερημά», «φελάει» .Κάποιες απ’ αυτές είναι επιπλέον πολύ σκληρές ,αθυρόστομες έως αντιλογοτεχνικές : «σκατοφαγάδες», «κλανιές», «μυξόνερο». Υπάρχουν όμως ρητορικές εκφράσεις ή λέξεις: «εκ της ρινός μορφής γνωστεόν», «προς σε ήρα», «ουχί, ουχί», «καταισχύνη». Το ύφος του κειμένου είναι πλέον ειρωνικό με κωμικά στοιχεία που κάνουν το διάβασμα του ανάλαφρο. Ουσιαστικά πρόκειται για μια παρωδία. Ειρωνεύεται τους άεργους μοναχούς όταν τους φέρνει αντιμέτωπους με όλα τα άλλα χρήσιμα επαγγέλματα .Διακωμωδεί την εικόνα του καλόγερου Γκρανκουζιέ καθώς τα υγρά της μύτης του ξεπροβάλλουν .Όλο το σκηνικό στο οινοποτείο προκαλεί μια εύθυμη διάθεση. Η αλληγορία με τη μορφή της παρομοίωσης υπάρχει κι εδώ. Οι καλόγεροι παρομοιάζονται με κηφήνες ή πίθηκο , οι κατάρες τους ως άνεμος κακίας , ο καλοκάγαθος καλόγερος Γκρανκουζιέ σαν άλογο εκκλησιαστικού δικαστή. Επίσης στο κείμενο αυτό υπάρχει έκδηλο το ερωτικό στοιχείο και η μορφή της γυναίκας (ιδιαίτερη προτίμηση των ουμανιστών) ειδικά στην εικόνα της παραμάνας που θηλάζει κι ακόμα περισσότερο στο υπονοούμενο του καλόγερου για τη μεγάλη μύτη του. Η γλώσσα του Ραμπελαί απλή με λαϊκές εκφράσεις αλλά ταυτόχρονα εμφυτεύει προτάσεις στα λατινικά ή παρμένες κι από την αρχαία ελληνική γραμματεία: «Ignavum fucos…arcent», «προς σε ήρα».

Τα δυο αυτά έργα αντιπροσωπευτικά δείγματα του ουμανιστικού πνεύματος

Το ερασμιακό έργο Μωρίας Εγκώμιον ανήκει σε ένα λογοτεχνικό είδος, που αναβιώνει μετά από πολλούς αιώνες, τη ρητορεία ή φανταστικός λόγος. Οι λόγοι αυτοί υπήρξαν δημοφιλείς μετά τους Έλληνες σοφιστές που έζησαν τον 6ο με 5ο αι. π.χ. κι αναβίωσαν μέσω του ουμανισμού. Ο Έρασμος υπήρξε θεολόγος κι ουμανιστής , υπερασπιστής του ωραίου του καθαρού και του αυθεντικού. Πίστευε σε μια θεολογία θεμελιωμένη στην αλήθεια της Αγίας Γραφής χωρίς επιτήδευση ,απελευθερωμένη, με αξία την καθαρή πίστη . Ο Γαργαντούας του Ραμπελαί από την άλλη ανήκει στο νέο λογοτεχνικό είδος το μυθιστόρημα. Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής του ενσαρκώνει τον νέο άνθρωπο που «τρώει πολύ και, γενικά ,ζει πληθωρικά» . Ο Ραμπελαί υπήρξε στη ζωή του ένας ουμανιστής, καλόγερος και γιατρός ταυτόχρονα. Οι δραστηριότητες του άρμοζαν με τη φιλοσοφία που πρέσβευε . Οι δυο τους επιτέθηκαν μέσα από τα γραπτά τους στο θρησκευτικό κατεστημένο γιατί το θεωρούσαν ψεύτικο και φαύλο. Ο Έρασμος στο κείμενο μιλά για «αυθεντικούς ορισμούς» θέλοντας να χτυπήσει την μεσαιωνική αντίληψη περί αυθεντιών. Η γλώσσα των ουμανιστών είναι επεξεργασμένη προέρχεται μέσα από τη βαθιά γνώση και μόρφωση στο κείμενο οι θεολόγοι ακόμα χρησιμοποιούν τη βάρβαρη εκείνη την αισχρή, κορακίστικη γεμάτη σολοικισμούς γλώσσα. Ενάντια στην τυπολατρία της ρωμαιοκαθολικής εξουσίας διακωμωδεί με καυστικό τρόπο την εμμονή των καλόγερων που «με μαθηματική ρέγουλα» περιποιούνται την ενδυμασία τους ενώ ταυτόχρονα όμως «καμαρώνουν για τη λίγδα και τη ζητιανιά τους». Ο ουμανιστής αντίθετα είναι ο άνθρωπος του μόχθου που σέβεται τον εαυτό του και τον αγαπά. Που εργάζεται κι απολαμβάνει τα υλικά αγαθά που αποκτά από το μόχθο του. Το χρήμα δεν αποτελεί αμαρτία αλλά αξία σε αντίθεση μ ε τους μοναχούς που φοβούνταν ν αγγίξουν τα χρήματα. Την ίδια αντίληψη για τη ζωή συναντούμε και στ ο κείμενο του Ραμπελαί που καταδικάζει τους άεργους μοναχούς επισημαίνοντας μια πλειάδα από επαγγέλματα για να δείξει τη χρησιμότητά τους : «δεν οργώνει όπως ο αγρότης… όπως ο εμπορευόμενος». Η τελευταία λέξη της φράσης δείχνει και τη νέα ενατένιση του κόσμου μέσα από το εμπόριο. Οι ουμανιστές λογοτέχνες έσκαψαν στο παρελθόν για να βρουν αυθεντικό υλικό από το οποίο εμπνεύστηκαν και χρησιμοποίησαν στα έργα τους. Στο Μωρίας Εγκώμιον συναντούμε αρκετά εμφυτεύματα (φράσεις και παροιμίες) παρμένα από την κλασική αρχαιότητα που χρησιμοποιούνται για να υπερτονίσουν το λόγο τους . Το εγκώμιο ξεκινά με μια αρχαία ελληνική παροιμία λίγο παραφρασμένη μα με την ίδια έννοια : «να μην αναδέψω αυτή τη βαλτωμένη Καμαρίνα … και ταράξω τις βρωμολυγαριές της». Στη συνέχεια αναφέρεται στο γνωστό αόρατο δίχτυ του Ήφαιστου με το οποίο ο θεός κατέφερε να πιάσει την άπιστη σύζυγο ,για να τονίσει την ικανότητα των θεολόγων να ξεγλιστρούν ακόμα κι απ΄ τις πιο δύσκολες καταστάσεις . Επιπλέον παρομοιάζει την επιχειρηματολογία τους με «τενεδιό τσεκούρι» γνωστή παροιμία κι αυτή παρμένη από τη μυθολογία. Φράσεις επίσης όπως το «δάσκαλε ημέτερε» , «φοβερίζουν μ’ αστροπελέκια» και πρωτοξάδερφοι με τους θεούς» παραπέμπουν άμεσα στο αρχαιοελληνικό στοιχείο. Ο Ραμπελαί από την άλλη χρησιμοποιεί αρχαίες λέξεις και φράσεις. Γενικά την τάση του ουμανιστικού πνεύματος τη διακρίνουμε και στο ύφος αλλά και στη γλώσσα των έργων . Τα καυστικά σχόλια ,τα ρητορικά σχήματα, η ειρωνεία ,η παρωδία και το κωμικό στοιχείο είναι τα υπό εξελίξει λογοτεχνικά σχήματα που είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στο συγγραφικό κόσμο είναι συστατικό κομμάτι κι αυτών των έργων. Η γλώσσα χωρίς να παραμερίζει την ιστορική αξία της καθαρά λατινικής ,παρουσιάζεται στη πιο λαϊκή της μορφή . Η γλώσσα του λαού αποτυπώνεται πια και στο γραπτό λόγο. Έτσι κι εδώ οι συγγραφείς μιλούν τη γλώσσα του λαού χρησιμοποιώντας ωστόσο και κάποιες πιο λογοτεχνικές. Τέλος ο άνθρωπος με τις αδυναμίες του ,τις επιθυμίες και τα οράματά του είναι στο επίκεντρο. Στα δυο έργα πρωταγωνιστούν άνθρωποι με πάθη και αδυναμίες .Ειδικά ο Γαργαντούας του Ραμπελαί εμπνέεται από το «βούρκο της λαϊκής παράδοσης» ο οποίος κουβαλά τις επιθυμίες και τις ελπίδες του ουμανιστικού κινήματος το οποίο εκφράζεται μέσα από την ατομική εμπειρία . Τέλος η εικόνα της γυναίκας παραμάνας είναι ένα στοιχείο που συνάδει κι αυτό με τη σειρά του στο να χαρακτηριστεί το κείμενο πλέον ουμανιστικό. Προσφιλές στοιχείο η γυναικεία παρουσία στη συγκεκριμένη λογοτεχνική παράδοση .

Στοιχεία πρωτοποριακά

Πολλά είναι τα πρωτοποριακά στοιχεία των δυο κειμένων. Αυτό που εντυπωσιάζει σε μια πρώτη ανάγνωση είναι ο τρόπος γραφής και το ύφος. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα θα μπορούσε να θεωρηθεί πρωτοποριακή. Είναι σκληρή κι αληθινή όπως η καθομιλουμένη. Αυτή η γραφή στην εποχή της θα είχε προκαλέσει μεγάλη έκπληξη και σίγουρα ποικίλες αντιδράσεις. Οι μεν κλασικοί διανοούμενοι θα δυσανασχέτησαν ενώ ο απλός λαός μάλλον θα ένιωσε ικανοποίηση καθώς θα είδε τη προφορική του γλώσσα αποτυπωμένη σε χαρτί . Αυτό το γεγονός από μόνο του ήταν μια γροθιά στο μέχρι τότε λογοτεχνικό κατεστημένο. Όσον αφορά τώρα στο κάθε αυτό περιεχόμενο των έργων σίγουρα η νέα αντίληψη των πραγμάτων όπως αυτή αποκαλύπτεται μέσα από την πένα των συγγραφέων σίγουρα έχει πρωτοποριακά στοιχεία. Κατ΄ αρχήν θίγονται κοινωνικές τάξεις που παραδοσιακά πρωτοστατούσαν για αιώνες και διαμόρφωναν συνειδήσεις αλλά και μια φιλοσοφία ζωής. Ομάδες που ούτε στη σκέψη δε θα μπορούσε κανείς να αντικρούσει ακόμα και κείνη την μεταβατική εποχή ,πόσο μάλιστα με τέτοιο τρόπο που οι δυο λογοτέχνες το έπραξαν. Επίσης μηνύματα όπως του Ραμπελαί «Όλοι οι αληθινοί χριστιανοί, σε οποιοδήποτε τόπο, σε οποιοδήποτε χρόνο ,οποιαδήποτε κι αν είναι η κατάστασή τους προσεύχονται στο Θεό» θα αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος αναφορικά με το κατεστημένο που επικρατούσε . Ακόμα και σήμερα αυτή η άποψη γι α κάποιους μπορεί φαίνεται ως αιρετική.

Συμπέρασμα

Στη νέα πραγματικότητα της νεόπλουτης αστικής τάξης , η απομάκρυνση από τα εγκόσμια ,σημαίνει ταυτόχρονα κι απομάκρυνση απ’ την ίδια τη ζωή. Ο άνθρωπος του ουμανισμού ζει τη πραγματικότητα με το νου και τις αισθήσεις. Πρεσβεύει την αλήθεια της ύπαρξής του κι απομονώνει κάθε τι δήθεν ,οπισθοδρομικό κι απόλυτο. Ο μοναχισμός αντιπροσωπεύει ότι πολεμούν, το στείρο κι ατέρμονο .Εκείνο που δε γεννά ζωή ,που δε προοδεύει. Κλεισμένοι στο χρονοντούλαπο του αυταρχικού ρωμαιοκαθολικισμού υποκλίνονται σε κανόνες επιφανειακούς και χωρίς καμιά ουσία κατά τους ουμανιστές. Ο κόσμος αλλάζει .Τα εμπορικά πλοία οργώνουν τις θάλασσες ανακαλύπτοντας νέους τόπους και εφοδιάζουν με αγαθά το λαό μα και γνώση. Αυτό που είναι ανάγκη για τον ουμανισμό είναι ο άνθρωπος να γνωρίσει τον εαυτό του, να πιστέψει στις δυνατότητές του . Ν΄αφήσει πίσω του κάθε τι που ανακόπτει την πορεία του ,ακόμα κι αυτή τη στείρα θρησκευτική αντίληψη του ρωμαιοκαθολικισμού. Να προχωρήσει προς το μέλλον , προς την εξέλιξη του. Η αφύπνιση μπορεί να χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα μα το κουκούλι που πρέπει να σπάσει απαιτεί ισχυρά εργαλεία. Η λογοτεχνία είναι ένα απ’ αυτά κι οι ουμανιστές συγγραφείς οι φιλόσοφοι της Αναγέννησης .






Βιβλιογραφία
Γ. Βάρσος, Αναγεννήσεις και Ουμανισμός (14ος –μέσα 16ου αι.),στο Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας : Από τον 6ο έως τις αρχές του 18ου αιώνα , τμ.Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα 1999

Benoit-Dusausoy A. & G. Fontaine (επιμ.), Ευρωπαϊκά Γράμματα: Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, μτφρ. A. Zήρας κ.ά., τ. Α΄, Σοκόλη, Αθήνα 1999

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου