Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

ΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΦΑΙΔΩΝ

Εισαγωγη

Οι φιλοσοφικοί διάλογοι Μένων και Φαίδων σύμφωνα με τους σχολιαστές του Πλάτωνα ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία ,όσον αφορά τη χρονολογία συγγραφής τους. Το έργο του Πλάτωνα Μένων φέρεται ν΄ ανήκει στους πρώιμους διαλόγους που σηματοδοτούν και την αρχή της φιλοσοφικής του καριέρας[1]. Ωστόσο υπάρχει κι η αντίθετη γνώμη του Veggeti ο οποίος κατατάσσει το έργο στους διαλόγους της μέσης περιόδου[2]. Ο Πλάτωνας στους πρώιμους διαλόγους του εστιάζει στα φιλοσοφικά προβλήματα που τον απασχολούν χωρίς ωστόσο όμως να μπορεί να προτείνει ακόμα ολοκληρωμένες λύσεις. Ο Φαίδων ανήκει στους μεσαίους διαλόγους του όπου η φιλοσοφική ωριμότητα του Πλάτωνα είναι έκδηλη καθώς έχει κατασταλάξει πια σε μια «συγκεκριμένη φιλοσοφική λύση ,τη μεταφυσική θεωρία των Ιδεών»[3].

Στα χωρία των δυο διαλόγων της εργασίας αυτής θα μας απασχολήσει ακριβώς η μεταφυσική διάσταση της θεωρίας των Ιδεών του Πλάτωνα και συγκεκριμένα το ερώτημα αν μάθηση και η γνώση είναι ανάμνηση. Παράλληλα θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε στην ανάλυση της επιχειρηματολογίας του φιλοσόφου και ν α την εντάξουμε στα πλαίσια της γενικής του θεώρησης για την αθανασία της ψυχής και την ύπαρξη των Ιδεών.

Στο επιχείρημα αυτό αρωγός μας το φιλοσοφικό κλίμα της εποχής που διαμορφώθηκε τον 5ο αι. με επίκεντρο τη σοφιστική σκέψη σε αντιπαράθεση με τη φιλοσοφική σκέψη τόσο του Σωκράτη όσο και του μαθητή του Πλάτωνα[4]. Το χάσμα που του χωρίζει είναι μεγάλο . Τα αποτελέσματα της διανοητικής αυτής σύγκρουσης αποτελούν και το πλαίσιο της διαμόρφωσης μιας νέας φιλοσοφικής αντίληψης. Την εξερεύνηση των προβλημάτων του ανθρώπου και της ουσίας του Είναι από θεωρητική σκοπιά. Την αναζήτηση της αλήθειας όχι στα αισθητά αλλά σ’ έναν άλλο κόσμο ,τον μόνο υπαρκτό (Ον) κι αναλλοίωτο στην ουσία ,εκείνον των Ιδεών.

Οι Σωκρατικοί –Πλατωνικοί διάλογοι

Πρωταγωνιστής των περισσοτέρων φιλοσοφικών διαλόγων του Πλάτωνα υπήρξε ο δάσκαλός του Σωκράτης. Η σύντμηση της κοσμοθεωρίας των δυο αυτών φιλοσόφων στα έργα είναι αναπόφευκτη καθώς είναι σχεδόν αδύνατο να διαχωριστεί η σκέψη του ενός από τον άλλο ειδικά στο αρχικό στάδιο της συγγραφής τους. Η θέση έτσι του συγγραφέα είναι δύσκολο να διαφανεί με τη δική της υπόσταση . Η απόλυτη συνάφεια της φιλοσοφικής τους αντίληψης δημιουργεί αυτό το πρόβλημα. Οι διάλογοι αυτοί χαρακτηρίζονται φιλοσοφικοί γιατί αναπτύσσουν επιχειρήματα με βάση προτάσεις και συμπεράσματα . Τα επιχειρήματα που παρουσιάζονται εμφανίζονται ως τα ισχυρότερα γιατί έτσι θεωρούνται από τον ίδιο το συγγραφέα. Αυτό φυσικά δε προϋποθέτει πως τα ίδια αυτά επιχειρήματα δρουν σε ένα ικανοποιητικό πλαίσιο ώστε να στηρίξουν απόλυτα τη φιλοσοφική του σκέψη ,ωστόσο θεωρούνται από τον ίδιο ως τα πλέον ικανά[5] . Η διαλεκτική μέθοδος του Σωκράτη παίρνει σάρκα κι οστά ως νέα μορφή φιλοσοφικής επικοινωνίας μέσα από τα έργα του Πλάτωνα. Το ρόλο του αφανή αλλά κυρίαρχου διαμεσολαβητή ανάμεσα στους διαλεγόμενους κατέχει ένα τρίτο πρόσωπο. Ανάμεσα λοιπόν της «καθαρής θεωρίας» του σοφού και την εσφαλμένη γνώμη ενός θνητού ένα τρίτο πρόσωπο παρεμβάλλεται προς όφελος της αλήθειας το οποίο ταυτίζεται με τη γνώση η οποία διαφεύγει αλλά αποτελεί όμως το ζητούμενο. Αυτό το τρίτο πρόσωπο είναι η Φιλοσοφία (ή ο φιλόσοφος ) την οποία ο Πλάτων ήθελε να εξυπηρετεί πρακτικούς μεν σκοπούς αλλά χωρίς ν αλλοιώνεται η φύση της. Με την ταύτισή της ως τη μόνη αληθινή γνώση και ταυτόχρονα φορέα της αρετής κι ευδαιμονίας αποτελούσε «το θεμέλιο ενός ορθού και ευτυχούς πολιτικού και ηθικού βίου» που θα είχε αντίκτυπο σε όλους κι όχι μόνο σε σοφούς ή ισχυρούς[6]. Και στα δυο χωρία που θα ασχοληθούμε ο διαλεκτικός –εκείνος έχει την ικανότητα να ασκεί την τέχνη του διαλόγου – είναι το τρίτο πρόσωπο που κρύβεται πίσω από τη σκιά του Σωκράτη κι έχει επωμιστεί το ρόλο του φιλοσόφου. Πολλές φορές αυτή η σκιά είναι εκείνη του Πλάτωνα κι όχι του Σωκράτη. Παρ’ όλα αυτά ο σκοπός παραμένει ο ίδιος. Η έρευνα που μεταφράζεται ως διαλογική αντιμετώπιση του προβλήματος και σκοπό έχει να γεφυρώσει τις αντιθέσεις[7] .

Στους διαλόγους Μένων και Φαίδων αντίστοιχα συναντάμε τη θεωρία της ανάμνησης και της αθανασίας της ψυχής.

Πλάτωνος Μένων 80a-86c

O Μένων ανήκει στους «πειραστικούς διαλόγους» δηλαδή σε εκείνους που εξετάζουν τα προβλήματα δοκιμαστικά. Ένα πρόβλημα που αναδύεται σ’ αυτή τη συζήτηση και σχετίζεται με τη Πλατωνική θεωρία περί «ανάμνησης» είναι εάν η μάθηση ταυτίζεται με την ανάμνηση[8]. Ο Σωκράτης συνδιαλέγεται με τον μαθητή του σοφιστή Γοργία Μένων ,αριστοκράτη από τη Λάρισα. Στη πορεία της συζήτησης παρεμβάλλεται μετά από προτροπή του φιλοσόφου και ένα άλλο πρόσωπο .Πρόκειται για έναν απαίδευτο δούλο του Μένων, που θα χρησιμοποιήσει ως απόδειξη της θεωρίας του.

Από την αρχή ο φιλόσοφος τοποθετείται λέγοντας πως η θεωρία που θα αναπτύξει στη πορεία βασίζεται στις διδασκαλίες των Ιερέων, του Πινδάρου αλλά και άλλων ποιητών. Η βάση αυτής της διδασκαλίας είναι πως η ψυχή είναι αθάνατη και πως «η τωρινή ζωή μας αποτελεί απλά ένα επεισόδιο της ιστορίας της»[9]. Ο Σωκράτης ξεκινά με αναφορά τις παλιές μνείες ως απάντηση στη σοφιστική άποψη του Μένων πως δε μπορείς ν αναζητήσεις κάτι που σου είναι άγνωστο και πως ακόμα κι αν καταφέρεις να το βρεις από τύχη, δε θα μπορέσεις να το αναγνωρίσεις αφού το αγνοείς[10]. Αυτή τη σοφιστική άποψη έρχεται ν’ αντικρούσει ο Σωκράτης ,αποδεικνύοντας πως ο Μένων κάνει λάθος. Ξεδιπλώνει λοιπόν εξ αρχής τη θεωρία περί αναμνήσεως. Η ψυχή γνωρίζει τα πάντα πριν εισέλθει στο σώμα . Ο κόσμος που έζησε πριν την ενσάρκωση της επέτρεψε να θεαθεί όλα όσα υπάρχουν στη «σφαίρα του όντος». Όταν λοιπόν η ψυχή βρεθεί στον υπαρκτό κόσμο αρκεί να δει ένα πράγμα για να μπορέσει να θυμηθεί κι όλα τα άλλα. Αυτό γίνεται εφικτό γιατί η φύση είναι ένα ενιαίο σύνολο κι όλα τα πράγματα συνδέονται μεταξύ τους με συγγενικούς δεσμούς[11]. Η ανάμνηση του ενός πράγματος αποτελεί το ορμητήριο για την ανακάλυψη και των υπολοίπων. Αυτή η θέση καταρρίπτει τη σοφιστική αντίληψη πως αδυνατούμε να αναζητήσουμε το άγνωστο. Ο Σωκράτης προχωρά και στην επαλήθευση αυτού που λέει με ένα ψυχολογικό πείραμα Πρωταγωνιστής ο νεαρός δούλος του Μένων ο οποίος ως μόνο εφόδιο γνώσης έχει την αντίληψη της ελληνικής γλώσσας κι αυτή ως τη μορφή του προφορικού λόγου. Ο φιλόσοφος ζωγραφίζει ένα τετράγωνο και ζητά από το δούλο να προσπαθήσει να λύσει το πρόβλημα . Η λύση του προβλήματος στηρίζεται ουσιαστικά στη γνώση γεωμετρίας και ειδικά του Πυθαγόρειου κανόνα . Μια γνώση την οποία ο Πλάτων κατείχε από τις επισκέψεις του στη Σικελία στη σχολή του Πυθαγόρα. Ο δούλος αρχικά αποτυγχάνει να δώσει τη σωστή λύση αλλά με μια διαδοχική σειρά ερωτημάτων από το φιλόσοφο καταφέρνει να βρει την απάντηση. Η εσφαλμένη αρχική απάντηση (μη αληθής δόξαν) με τις κατάλληλες ερωτήσεις οδηγεί στην διατύπωση της σωστής άποψης (αληθής δόξας)[12]. Ο νεαρός δούλος αξιοποίησε τις ενδείξεις και τα σχεδιαγράμματα του Σωκράτη κι ένα μόνο στοιχείο που του έδωσε όσον αφορά την ονομασία της γραμμής (διαγώνιο) που σχημάτισε χωρίζοντας το τετράγωνο. Όλα τα άλλα στοιχεία τα ανακάλυψε μόνος του. Κατά το φιλόσοφο αυτή η δυνατότητα ενός ανθρώπου να γνωρίζει πράγματα χωρίς να έχει γνώσεις σημαίνει πως κάπου αυτές προϋπάρχουν κι απλά τις ανασύρει δηλαδή τις θυμάται. Αυτή η γνώση δεν υπάρχει στον υπαρκτό κόσμο. Αφού σ’ αυτόν τον κόσμο ο δούλος δε διδάχτηκε ποτέ του Γεωμετρία άρα η ανάμνηση αυτή προήρθε από το κάποτε «πριν γίνει άνθρωπος» [13]. Η ανακάλυψη ουσιαστικά είναι απλά αναγνώριση. Με βάση αυτή την αντίληψη η άποψη πως δεν αξίζει τον κόπο να ερευνούμε είναι λανθασμένη. Αντιθέτως η αναζήτηση της μάθησης-ανάμνησης κάνει τους ανθρώπους ενεργητικούς και τους σώζει από την οκνηρία[14]. Αυτό που στην ουσία ενδιαφέρει το φιλόσοφο είναι η αναζήτηση της αλήθειας η οποία απλά είναι ξεχασμένη και θα πρέπει να υπάρξει ευαισθητοποίηση για να αναζητηθεί. Όποιος λοιπόν την επιθυμεί οφείλει να ψάξει για να τη βρει[15].

Πλάτωνος Φαίδων 72e-77b

Με την ίδια μεταφυσική θεωρία περί ανάμνησης ασχολείται και σ’ αυτό το χωρίο ο Σωκράτης. Τα πρόσωπα κι εδώ είναι τρία ,ο Σωκράτης κι οι δυο μαθητές του Κέβης και Σιμμίας . Ο Κέβης παρατηρεί πως ο κάθε άνθρωπος πιστεύει βαθιά μέσα του πως κατέχει την απόλυτη γνώση κι αυτό συμφωνεί με την διδασκαλία της ανάμνησης πως οι άνθρωποι κατέχουν την αλήθεια μέσα στην ψυχή τους. Με βάση τη θέση του Σωκράτη πως αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν «μάθηση» μιας αλήθειας είναι απλά μια «ενθύνηση» ενός πράγματος που έχει λησμονηθεί ο Κέβης οδηγείται στο συμπέρασμα πως οι ψυχές όχι μόνο προϋπήρχαν πριν γεννηθούμε αλλά θα συνεχίσουν να υπάρχουν και μετά το θάνατο . Στηρίζει δε αυτή του τη διαπίστωση στο παράδειγμα που προβάλλει ο Σωκράτης στον Μένων ,ότι δηλαδή μπορούμε να οδηγήσουμε κάποιον στη λύση ενός προβλήματος(στην ενθύμηση) όπως πχ. Γεωμετρικού, εάν του θέσουμε τις κατάλληλες ερωτήσεις[16]. Ο ερωτών αυτό που κάνει είναι να προσπαθεί με διάφορες λέξεις ή φράσεις κλειδιά να ανασύρει από τη μνήμη την ήδη υπάρχουσα αλήθεια που κρύβεται στον αποκρινόμενο. Αυτό επιτυγχάνεται κατά τον Σωκράτη με έναν τρόπο που εμείς σήμερα ονομάζουμε συνειρμό[17]. Ο ίδιος ο φιλόσοφος το θέτει ως αίσθηση. Πέρα απ’ αυτά που γνωρίζει κάποιος με κάποια αίσθηση θυμάται και την έννοια κάποιων άλλων. Αυτά τα πράγματα μπορεί να είναι φαινομενικά κι εκ διαμέτρου αντίθετα π.χ. ο Σωκράτης αναφέρει πως στη θέα μιας λύρας ή ενός ρούχου οι εραστές θα φέρουν στο μυαλό τους το πρόσωπο εκείνου που τους θύμισε . Αυτό είναι ανάμνηση. Έτσι ένα αντικείμενο ή πρόσωπο ή ακόμα και ζώο μπορεί να φέρει στη μνήμη κάτι άλλο όμοιο ως προς την φυσική ύλη αυτού αλλά και εντελώς ανόμοιου. Το αμέσως μετά παράδειγμα που χρησιμοποιεί είναι η έννοια της ισότητας και ανισότητας. Ανάμεσα σε αντικείμενα με την ίδια διάσταση αλλά από διαφορετικό ή και ίδιο υλικό π.χ. πέτρες με ξύλα δεν έρχεται αμέσως στο μυαλό η έννοια της ισότητας ή αντίστοιχα της ανισότητας; Η όραση συλλαμβάνει κάτι άλλο απ’ αυτό που αντιλαμβάνεται ο νους. Πάνω σ’ αυτό λοιπόν ο φιλόσοφος ρωτά ποιο είναι πιο σημαντικό .Αυτό που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις ή αυτό που συλλαμβάνει ο νους; Η απάντηση από τον Κέβη είναι πώς η έννοια ουσιαστικά είναι εκείνη που υπερτερεί[18]. Συνεχίζοντας τη σκέψη αυτή ο φιλόσοφος φέρει τον ακροατή να σκεφτεί πως είναι δυνατόν να γνωρίζουμε με τη γνώση αυτό που ο νους κατανοεί αφού είναι κάτι το οποίο οι αισθήσεις δε μπορούν να το αντιληφθούν. Η απάντηση και πάλι βασίζεται στη θεωρία της ανάμνησης. Οι έννοιες αυτές αποτελούν τα πρότυπα τα οποία τα γνωρίσαμε πριν γεννηθούμε κι απλά τα ξεχάσαμε με την έλευσή μας στο σώμα. Αυτά τα ιδανικά πρότυπα δεν είναι μόνο μαθηματικοί όροι αλλά και άλλες έννοιες όπως εκείνης της ηθικής , του καλού ,του δίκαιου , του αγαθού, της αρετής κ.λ.π.[19] Η λέξη γνωρίζω σημαίνει ,λέει ο Σωκράτης, ότι κατέχουμε μια γνώση η οποία δε μπορεί να χαθεί. Λήθη από την άλλη σημαίνει η απώλεια της γνώσεις. Απ’ αυτές τις δυο διατυπώσεις οδηγούμαστε και στην ερμηνεία της λέξης α-λήθειας . Αληθινό είναι ότι πια δεν ανήκει πια στο χώρο της λήθης αλλά της γνώσης.

Ο τρόπος που μπορεί ο άνθρωπος τώρα να έρθει σ’ επαφή με την αλήθεια ,να ανακτήσει δηλαδή τη γνώση, είναι η ενεργοποίηση των αισθήσεων. Οι αισθήσεις είναι εκείνες που θα προκαλέσουν τις απαραίτητες δονήσεις συνειρμούς ώστε η μάθηση-ανάμνηση να έρθει στο προσκήνιο[20]. Η συλλογιστική της διδασκαλίας είναι πως αφού δεν υπάρχουν έμφυτες έννοιες-ιδέες, ούτε γνώση που να μη προέρχεται από την εμπειρία , τότε δε θα μπορούσαμε να θυμηθούμε τα «Είδη» (τα ιδανικά πρότυπα )εάν οι αισθήσεις δε μας τα υποδείκνυαν[21].

Τα επιχειρήματα του Πλάτωνα ως απόδειξη για την αθανασία της ψυχής και την ύπαρξη των Ιδεών.

Ο Πλάτωνας εκ στόματος Σωκράτη και στα δυο χωρία αυτά επιχειρεί και καταφέρνει να παρουσιάσει τη θεωρία του για την ύπαρξη των Ιδεών. Η βασική του τοποθέτηση είναι η ύπαρξη δυο κόσμων. Ο κόσμος των αισθητών και εκείνων των Ιδεών. Ο μεν πρώτος κόσμος είναι εκείνος που γίνεται αντιληπτός μέσω των αισθήσεων ενώ ο δεύτερος μέσω της μάθησης-ανάμνησης . Η πραγματική ωστόσο γνώση για τον Πλάτωνα μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω του δεύτερου κόσμου, ενώ ο πρώτος έρχεται σε δεύτερη μοίρα κι απλά είναι βοηθητικός προς σ΄ αυτή την αναζήτηση. Επιπλέον όσο περισσότερο μπορεί ο άνθρωπος να αποδεσμευτεί από τα αισθητά τόσο μπορεί να πλησιάσει τα ιδεατά , τις Ιδέες. Τα πρότυπα που προείπαμε αντανακλούν τις Ιδέες οι οποίες για τον Πλάτωνα είναι οντότητες ανεξάρτητες με δική τους υπόσταση κι αναλλοίωτες στο χρόνο. Με τις αισθήσεις έχουν σχέση αιτιολογική. «Οι ιδέες είναι οι αιτίες των αισθητών»[22]. Έτσι κ ι η θεωρία της ανάμνησης γίνεται εφικτή με την a priori γνώση που αποκτά κανείς με την ενθύμηση όλων εκείνων που αντίκρισε πριν την ενσάρκωση και με τη προΰπαρξη της ψυχής η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον κόσμο των Ιδεών[23].

Στο Μένων περισσότερο γίνεται η επισήμανση για την αθανασία της ψυχής η οποία αιτιολογείται με τη θεωρία της ανάμνησης. Εδώ οι Ιδέες νοούνται δεν πρεσβεύονται. Στο Φαίδων με αφορμή την ίδια θεωρία ο Πλάτωνας προχωρά στην ανάλυση περισσότερο του κόσμου των Ιδεών λαμβάνοντας φυσικά υπ’ όψιν και την αθανασία της ζωής. Στο χωρίο αυτό ο κόσμος των Ιδεών πρωταγωνιστεί κι όλα τα άλλα απλά ακολουθούν. Η αθανασία της ψυχής είναι η υποδοχή αλλά η σημασία κρύβεται σε αυτά που εκείνη περιέχει. Δεν έχει λοιπόν τόσο σημασία ώστε να γνωρίσουμε κάτι έστω και τυχαία όπως ο δούλος αλλά να επιδιώκουμε τη γνώση αυτών και φυσικά αναφερόμαστε στις οντότητες ,στις Ιδέες. Επειδή όλα τα αισθητά είναι τα απηκάσματα των Ιδεών μένει στον άνθρωπο ν’ ανακαλύψει τα ίδια τα πρότυπα. Αυτό επιτυγχάνεται καλύτερα με τη σταδιακή απομάκρυνση από τον κόσμο των αισθήσεων ή αισθητών που είναι και υποδεέστερος προς την αναζήτηση του σημαντικού κόσμου εκείνου των Ιδεών. Γι’ αυτό το λόγο κι ο φιλόσοφος στο Φαίδωνα ακολουθεί μια αυστηρή επιστημονική πορεία για να καταφέρει να αποδείξει τη θεωρία του. «Η ανάμνηση βασίζεται στο συνειρμό» τονίζει. Ο συνειρμός σε νόμους όπως ο νόμος της ομοιότητας, της αντίθεσης, της γειτνίασης στο χώρο και στο χρόνο[24]. Η απόδειξη με επιστημονική μέθοδο προσδίδει κύρος και μειώνει την αμφισβήτηση.

Συμπέρασμα

Η φιλοσοφία είναι εκείνο το παιδευτικό μέσο που βοηθά να ελευθερωθεί η γνώση από «τους σωματικούς και αισθητηριακούς φλοιούς της»[25] . Στο μέτρο λοιπόν που μπορεί η ανάμνηση να αναδυθεί αυτό αποτελεί και τον παράγοντα που υποβοηθά να πλησιάσουμε την αληθινή γνώση η οποία κρύβει τις Ιδέες . Αυτές οι Ιδέες αποτελούν τη βάση δημιουργίας πάνω στις οποίες μπορεί ο άνθρωπος όχι μόνο να ερμηνεύσει αλλά και να οργανώσει τον κόσμο του. Οι ιδέες είναι οι αξίες .Το εφαλτήριο της αναγέννησης του ανθρώπου για να δημιουργήσει τη νέα ζωή ενώ βρίσκεται ακόμα μέσα στο σώμα του . Οι ιδέες του δίκαιου και του αγαθού έχουν κορυφαία σημασία για την επίτευξη αυτού του εγχειρήματος . Αυτές ως ιδέες που είναι προϋπάρχουν αλλά μένει από τους ανθρώπους να τις αναζητήσουν , να τις προσεγγίσουν κι αυτό επιτυγχάνεται μέσω της φιλοσοφικής σκέψης[26].


[1] Σ. BΙΡΒΙΔΑΚΗΣ, κ.α., Η Ελληνική Φιλοσοφία από την Αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα στο Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: από την Αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, Τομ. Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ.σ. 121-122

[2] Μ.VEGGETI, Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, μτφ.-επιστ. Επιμ .Α. Δημητρακόπουλος, Αθήνα, Τραυλός, 2003, εκδ. 10η , κεφ .Πλάτωνας ,σ.151

[3] Ο.π. Σ. BΙΡΒΙΔΑΚΗΣ, κ.α., Η Ελληνική Φιλοσοφία από την Αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα σ.σ. 121-122

[4] Στο ίδιο, σ. 83

[5] Στο ίδιο, σ. 123

[6] Μ.VEGGETI, Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας,σ.157

[7] Στο ίδιο

[8] ΠΛΑΤΩΝ, Μένων ή περί αρετής, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία :οι Έλληνες , Κάκτος , Αθήνα 1993, σ. 47

[9] Α.Ε TAYLOR ,Πλάτων, Ο άνθρωπος και το έργο του, μτφ. Ι. Αρζόγλου, Αθήνα ,ΜΙΕΤ ,1990 (και ανατυπ.),σ. 171.

[10] ΠΛΑΤΩΝ, Μένων ή περί αρετής, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία :οι Έλληνες , σ. 95

[11] Στο ίδιο, σ.52

[12] ΠΛΑΤΩΝ, Μένων ή περί αρετής, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία :οι Έλληνες , σ.σ.52-53

[13] Α.Ε TAYLOR ,Πλάτων, Ο άνθρωπος και το έργο του, σ173.

[14] ΠΛΑΤΩΝ, Μένων ή περί αρετής, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία :οι Έλληνες , σ.99

[15] Σ. BΙΡΒΙΔΑΚΗΣ, κ.α., Η Ελληνική Φιλοσοφία από την Αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα στο Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: από την Αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, σ.139

[16] Α.Ε TAYLOR ,Πλάτων, Ο άνθρωπος και το έργο του, σ.225

[17] Στο ίδιο, σ. 226

[18] ΠΛΑΤΩΝ, Κρίτων-Φαίδων, αποδ. Ε. Καραμέτσιος, Εκδοτική Θεσσαλονίκης ,Αθήνα 2005, σ. 153

[19] Α.Ε TAYLOR ,Πλάτων, Ο άνθρωπος και το έργο του, σ.226

[20] ΠΛΑΤΩΝ, Κρίτων-Φαίδων, αποδ. Ε. Καραμέτσιος, Εκδοτική Θεσσαλονίκης ,Αθήνα 2005, σ.

[21] Α.Ε TAYLOR ,Πλάτων, Ο άνθρωπος και το έργο του, σ.σ. 226-227

[22] Σ. BΙΡΒΙΔΑΚΗΣ, κ.α., Η Ελληνική Φιλοσοφία από την Αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, σ.143

[23] Κ.BORMANN, Πλάτων, μτφ. Ι.Καλογεράκος ,Καρδαμίτσα ,Αθήνα 2006 ,σ.143

[24] Κ.BORMANN, Πλάτων,σ. 140

[25] Μ.VEGGETI, Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας,σ.169

[26] Στο ίδιο.

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009

Μωρίας Εγκώμιον του Έρασμου και Γαργαντούας του Ραμπελαί


Εισαγωγή

Η πολιτισμική αναγέννηση που παρατηρείται ως φαινόμενο από τις αρχές του 14ου έως και τα μέσα του 16ου αι. σηματοδοτεί μια νέα περίοδο στην ιστορία της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας ,με κύριο χαρακτηριστικό της την αναδιαμόρφωση του τρόπου σκέψης. Αίτια του φαινομένου οι κοσμοιστορικές αλλαγές όχι μόνο σε επίπεδο ανακαλύψεων αλλά και σε πνευματικό. Η ανακάλυψη νέων τρόπων μετάδοσης της γνώσης και κυρίως η εξάπλωση των ιδεών του κινήματος του Ουμανισμού ,ανοίγουν το δρόμο για ένα νέο πνεύμα καινοτομίας και προόδου. Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο εμφανίζονται δείγματα γραφής τα οποία αργότερα θα αποτελέσουν τον πυρήνα της νεότερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας . «Η Αναγέννηση και ο Ουμανισμός είναι όροι αμφίσημοι» επισημαίνεται στο βιβλίο. Ως Αναγέννηση θεωρείται η συγκεκριμένη χρονική περίοδος της μετάβασης από το σκοτεινό παρελθόν του Μεσαίωνα στο ελπιδοφόρο φως που εκπέμπει η νέα αυτή πολιτισμική επανάσταση. Η απομυθοποίηση των στηριγμάτων της πίστης του Μεσαίωνα οδήγησε στη ρεαλιστική απεικόνιση αυτών των ίδιων των αυθεντιών. Κινητήριος δύναμη καθώς και μοχλός ανάπτυξης υπήρξε ο Ουμανισμός.
Η φιλοσοφία του Ουμανισμού περίκλειε όλη τη νέα συλλογιστική η οποία εστίαζε το ενδιαφέρον της στην ανθρώπινη ύπαρξη. Σύμφωνα με τους μελετητές ο Ουμανισμός εμφανίζεται στην Ιταλία γύρω στο 1375 με πρόδρομο τον Πετράρχη μια γενιά μετά το Δάντη και τη Θεια Κωμωδια του . Στο καταφύγιο αυτό της γραφής του Πετράρχη θα βρουν στέγη κι ο Έρασμος με το Ραμπελαί . Ο πρώτος ,ουμανιστής και θεολόγος, θα προσπαθήσει να διαδώσει τη «γνήσια και καθαρή πίστη μέσα από μία θεολογία απελευθερωμένη από τις σχολαστικές επιβαρύνσεις και θεμελιωμένη πάνω στην άμεση γνώση της Αγίας Γραφής» . Ο δεύτερος κι αυτός ουμανιστής αλλά ταυτόχρονα κι ένας καλόγερος –γιατρός θα αναζητήσει «την πλήρη γνώση του άλλου κόσμου που είναι ο άνθρωπος» . Στα κείμενα τους «Μωρίας Εγκώμιον» του Έρασμου και «Γαργαντούα» του Ραμπελαί ξεδιπλώνονται αυτές τους οι αντιλήψεις .Το ουμανιστικό πνεύμα έκδηλο φανερώνεται στον αναγνώστη με τρόπο σκληρό αλλά αληθινό. Η κοινωνική κριτική που ασκούν κι εστιάζεται σε μια συγκεκριμένη κάστα ανθρώπων είναι περίτεχνα σμιλευμένη με το κωμικό στοιχείο που φτάνει πολλές φορές στα όρια της ειρωνείας. Αληθινά πολύ πρωτοποριακό για κείνη την εποχή.

Οι εξελίξεις στο χώρο της παιδείας από τον 14ο αι. έως τα μέσα του 16ου αι.

Ο 14ος αι. σηματοδοτείται από την κρίση της μεσαιωνικής Φεουδαρχίας η οποία με τη σειρά της γίνεται η αφορμή για τη συγκέντρωση μεγάλου πληθυσμού στις πόλεις και τη δημιουργία της αστικής τάξης. Σταδιακά κι ο κυρίαρχος ρόλος της παπικής εξουσίας ,που αποτελούσε μέχρι τότε το συνεκτικό κρίκο στο φεουδαρχικό περιβάλλον, μειώνεται σημαντικά. Στην Ανατολή ο Οθωμανικός σκοταδισμός εξακοντίζει το λόγιο πνεύμα, που βρίσκει καταφύγιο στη Δύση και δη στις αυλές ενός νέου πολιτικού μοτίβου ,της μοναρχίας. Σημαντική εξίσου παράμετρος ο διασκορπισμός του εβραϊκού στοιχείου σ’ όλη τη κεντρική Ευρώπη. Όλες αυτές οι ιστορικές ανακατατάξεις μαζί με τις ανακαλύψεις στον ευρύτερο επιστημονικό χώρο αλλά και νέων κόσμων ως αποτέλεσμα των εξερευνήσεων, διαμορφώνουν τη νέα φυσιογνωμία της γηραιάς ηπείρου. Ο κόσμος αλλάζει. Ο χώρος της παιδείας γίνεται ο άμεσος αποδέκτης των αποτελεσμάτων όλων αυτών των συγκυριών .
Η μετάβαση από το Μεσαίωνα σηματοδοτείται από ραγδαίες εξελίξεις στο κόσμο του πνεύματος με κύρια εκείνης της αυτονόμησης της παιδείας από τη πάλαι ποτέ κραταιά Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Ο θεσμός των Πανεπιστημίων είναι το ισχυρό πλήγμα που δέχεται το μονοπώλιο της μοναστικής και επισκοπικής εκπαίδευσης. Αν και η γλώσσα της λατινικής συνεχίζει να κατέχει την πρώτη θέση και στο νέο αυτό θεσμό ,ωστόσο στις άλλες σχολές και κολλέγια που δημιουργούνται ,οι εθνικές γλώσσες πρωτοστατούν. Η ανακάλυψη της τυπογραφίας βοηθά στην ευρύτερη διάδοση της γνώσης αλλά και της σκέψης. Η χρησιμοποίηση του χαρτιού ,εφεύρεση κινέζικη, μαζί με την επινόηση της μικρογράμματης γραφής οδηγεί στην εντατική αντιγραφή των χειρόγραφων σε μικρογράμματα στοιχεία . Η αλλαγή της τεχνικής αγγίζει και το ίδιο το μέσο, το βιβλίο. Από τον πάπυρο και τη περγαμηνή φτάνουμε στο κύλινδρο με τελική κατάληξη στον κώδικα. Το βιβλίο είναι πια ένα εύχρηστο μέσο διάδοσης της γνώσης . Έτσι ο λόγιος ξεφεύγει πια από το στενό εκκλησιαστικό επίπεδο ενώ λειτουργεί ταυτόχρονα κι ως αστός. Η μορφωτική εκκοσμίκευση αναδεικνύει τους νέους εκφραστές της που δεν είναι άλλοι από τους «μορφωμένους λαϊκούς» , οι οποίοι κατέχουν πια τη δίκαια τη θέση του επαγγελματία λογοτέχνη . Η εξατομίκευση της λογοτεχνίας γεννά με τη σειρά της νέα είδη λόγου. Η μέχρι τώρα μέθοδος της απλής αντιγραφής των κειμένων αντικαθίσταται από ένα πνεύμα κριτικής ανάλυσης . Η στείρα μέχρι τώρα αντιμετώπιση της διάδοσης της γνώσης χωρίς να αποκαθηλώνεται ωστόσο ,εμπλουτίζεται για να παραχθεί το νέο, το διαφορετικό. Η εξάπλωση του Ουμανισμού υπήρξε θεμελιώδης παράγοντας για τούτη την αλλαγή.
Ο ανθρωπισμός (humanismus στα λατινικά)ανέδειξε «το αίσθημα της αξίας του ανθρώπου» αλλά και «την παιδεία που ευνοεί τέτοια αισθήματα μέσω της καλλιέργειας του ανθρώπινου λόγου» . Η Αναγέννηση των γραμμάτων στην Ευρώπη επιτεύχθηκε με τη βοήθεια του παρελθόντος. Ο Ουμανισμός έφερε ξανά στην επιφάνεια τη παραμελημένη κλασική γραμματεία , τη μελέτη των ελληνικών και λατινικών γλωσσών και γραμμάτων. Η επιστροφή στις πηγές οδηγεί σε μια νέα προσέγγιση των αρχαίων κειμένων. Η προσπάθειά τους όσον αφορά τη θρησκεία επικεντρώνεται στο ν’ ανακαλύψουν « και πάλι την καθαρότητα των κειμένων και την αγνότητα της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού» . Στη φιλοσοφική σκέψη από την άλλη η ευρεία διάδοση του νεοπλατωνισμού θα υποσκελίσει τη σχολαστική μελέτη του έργου του Αριστοτέλη που χρησιμοποίησε η παπική εκκλησία για να δημιουργήσει τον κόσμο των αυθεντιών . Το πλήγμα σε κάθε είδος αυθεντίας και κύρους μεταλαμπαδεύεται στη λογοτεχνική έκφραση.
Σκοπός της λογοτεχνίας είναι να βελτιώσει όχι μόνο τον άνθρωπο αλλά και ολάκερη την κοινωνία. Πλήθος διδακτικών έργων συγγράφονται την εποχή αυτή κι αποβλέπουν στην εκπαίδευση του λαού ,αλλά κι άλλα τόσα σατιρικά και κριτικά γραπτά που σκοπό έχουν να καταδικάσουν «τις ανθρώπινες ατέλειες και τις κυβερνητικές, εκκλησιαστικές και κοινωνικές καταχρήσεις» . Στα γλωσσικά ή μορφολογικά χαρακτηριστικά που έχουν τα κείμενα αυτά διαφαίνονται ορισμένες νεότερες τάσεις. Η χρήση της λατινικής γλώσσας συνεχίζει σε ικανοποιητικό βαθμό να ισχύει, ωστόσο η τάση που αρχίζει βαθμιαία να επικρατεί είναι η χρήση εκείνων των νέων εθνικών γλωσσών, που είναι βέβαια σε υπό διαμόρφωση, αλλά απηχούν τη ψυχοσύνθεση των κατά τόπων λαών. Ο έμμετρος λόγος δεν εξαφανίζεται αλλά υποκύπτει στη βαθμιαία ανάπτυξη του πεζού με ιδιαίτερη έμφαση στο ρητορικό λόγο. Όσον αφορά τώρα για τον ίδιο το συγγραφέα ,το όνομά του αλλά και ο ιδιαίτερος πρωτότυπος χαρακτήρας των έργων του ,αρχίζουν ν’ αποτελούν τη σφραγίδα του σε κάθε λογοτεχνικό του δημιούργημα . Έτσι χαρακτηριστικά γνωρίζουμε για τα-σταθμούς της περιόδου αυτής- σατιρικά έργα Μωρίας Εγκώμιον του Έρασμου και Γαργαντούας του Ραμπελαί.
Ο Έρασμος ουμανιστής χαρακτήριζε τον εαυτό του ως ποιητή και θεολόγο. Οι κλασικές του σπουδές συνάδουν με το αναγεννησιακό πνεύμα που καλλιεργήθηκε την περίοδο αυτή όπως επίσης και οι αντιλήψεις του περί γνήσιας και καθαρής πίστης «μέσα από μία θεολογία απελευθερωμένη από τις σχολαστικές επιβαρύνσεις και θεμελιωμένη πάνω στην άμεση γνώση της Αγίας Γραφής» . Ποιητής, πεζογράφος ,μεταφραστής με το κριτικό και γεμάτο χιούμορ και ειρωνεία ύφος του ,υπήρξε άξιος εκφραστής της νέας τάξης πραγμάτων. Η κόντρα με το καταστημένο και η θέληση της καθιέρωσης της νέας αντίληψης των πραγμάτων βρίσκεται και στο έργο του Ραμπελαί. Η ακόρεστη επιθυμία του ανθρώπου να πάρει στα χέρια τη μοίρα του και να πιστέψει στις ικανότητές του ήταν θεμελιώδης αντίληψη όχι μόνο του Ραμπελαί αλλά κι ολόκληρου του ουμανιστικού κινήματος. Καλόγερος και γιατρός ταυτόχρονα ταυτιζόταν απόλυτα με τις επιταγές του σύγχρονου λόγιου αστού. Η αθυροστομία του ,το καυστικό του ύφος σε συνδυασμό με το κωμικό στοιχείο προχωρεί προς τη κατεύθυνση που χάραξε ο ουμανιστικός τρόπος έκφρασης.

Η κριτική των κοινωνικών φαινομένων στα έργα Μωρίας Εγκώμιον του Έρασμου και Γαργαντούα του Ραμπελαί.

Ο Έρασμος όπως και ο Ραμπελαί στα έργα τους αυτά καυτηριάζουν κοινωνικούς θεσμούς και φαινόμενα της εποχής τους. Στο έργο του Έρασμου πρωταγωνίστρια είναι η προσωποποιημένη Μωρία (Τρέλα) η οποία εκφέρει λόγο κι άποψη στο συγκεκριμένο κείμενο για τους θεολόγους ,καλόγερους και μοναχούς. Η Μωρία παρατηρεί και σαρκάζει, με ύφος αν και ανάλαφρο αρκετά σχολαστικό , τη βλακεία της ανθρώπινης φύσης . Ο Έρασμος στην αρχή του κειμένου αναδεικνύει τον κίνδυνο που υπήρχε στην εποχή του να χαρακτηριστεί κάποιος αιρετικός . Το φαινόμενο αυτό ,όπως διαφαίνεται μέσα από το κείμενο , προκαλούσε τρόμο στο λαό αφού οι συνέπειές του ήταν οδυνηρές. Κομμάτι του ρόλου των ιεροεξεταστών κατείχαν κι οι θεολόγοι οι οποίοι εκμεταλλεύονταν αυτή τους την ιδιότητα ώστε να φέρονται με υπεροψία και ν’ απαιτούν από τον απλό λαό να τους προσκυνά στο δρόμο προσφωνώντας τους : «Διδάσκαλε ημέτερε». Έκφραση πομπώδες η οποία χρησιμοποιείται σε αρχαία συγγράμματα ως ρητορικό σχήμα αφού κρύβει υπερβολή. Οι εκφράσεις ωστόσο με τις οποίες ο ίδιος ο Έρασμος τους χαρακτηρίζει κάθε άλλο από παρά φόβο δείχνουν. Το λεξιλόγιο υποτιμητικό , καυστικό και πολλές φορές λαϊκό χτυπάει ανελέητα : “Φοβερά κατσούφικη κι οξύθυμη φάρα» , «αχάριστους» . Στη συνέχεια αναφερόμενος στους καλόγηρους και μοναχούς εστιάζει σε μια τάση ζωής όχι μόνο για να την καυτηριάσει αλλά και να την καταδικάσει. Οι μοναχοί και οι καλόγεροι δε δουλεύουν παρά ζουν με τη ζητιανιά εκμεταλλευόμενοι την πίστη του απλού λαού. Στήνονται έξω απ΄ τις εκκλησιές ή ως διακονιάρηδες οργώνουν όλοι την επικράτεια .Ειδικά οι διακονιάρηδες «περιφέρουν» μαζί τους ένα από τα μέγα Μυστήρια της εκκλησίας , την εξομολόγηση. Ο συγγραφέας μέμφεται και καταδικάζει τον τρόπο που ασκούν το θείο αυτό Μυστήριο γιατί στην ουσία είναι εξευτελιστικός. Οι λέξεις κι εδώ του συγγραφέα λειτουργούν σα μαστίγιο: «βρωμιά», «αγραμματοσύνη», «γκαρίζουν», χοντροκοπιά», «ξεδιαντροπιά», «σφήκες», «γαυγίζουν». Λέξεις με μεταφορική σημασία, που κρύβουν υπερβολή αλλά που θέλουν να τονίσουν την αποστροφή που νιώθει ο Έρασμος. Ένα άλλο φαινόμενο της εποχής ήταν η δημιουργία Ταγμάτων μοναχών που αντιπαλεύονταν μεταξύ τους . Οι λόγοι που δημιουργούνταν οι καβγάδες ευτελείς ,ανούσιοι κι ανόητοι. Γίνονταν για λόγους τυπολατρίας αλλά κατά βάθος λόγω υπεροψίας και επιθυμίας για επιβολή. Ο συγγραφέας θεωρεί αυτές τις συμπεριφορές αντιχριστιανικές και τις ειρωνεύεται : «Κι άνθρωποι , που κηρύχνουν … λίγο πιο σκούρο». Το πλέον χαρακτηριστικό ρητορικό σχήμα εκτός από τις μεταφορές που συναντάμε μέσα στο κείμενο είναι η αλληγορία. Ο συγγραφέας επιδιώκει μ αυτή την τεχνική ν’ αποκρύψει το πραγματικό νόημα. Παράλληλα μ’ αυτό τον τρόπο προσπαθεί να προσδώσει στα νοήματα του μεγαλύτερη υποβλητικότητα ώστε να τα κάνει πιο αισθητά να τους δώσει ζωντάνια. Αυτό βέβαια απαιτεί ειδική ανάγνωση γιατί η αλήθεια κρύβεται κάτω από τις λέξεις και τα εκφραστικά μέσα . Ένας τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να το πετύχει είναι οι παρομοιώσεις που χρησιμοποιεί. Η παροιμία της βαλτωμένης Καμαρίνας, τα δίχτυα του Ηφαιστου, το τενεδιό τσεκούρι. Αν και το ύφος του έργου είναι κάπως επιτηδευμένο λόγω των πολλών ρητορικών σχημάτων που χρησιμοποιούνται (εξάλλου πρόκειται για εγκώμιο), η γλώσσα είναι απλή και κατανοητή με πολλές δανεικές λέξεις κι εκφράσεις λαϊκές ίσως και λίγο μη λογοτεχνικές : « τρομάρα» , «φάρα», κορακίστικα», « ντιπ αγράμματοι», «χάρμα»κ.α.
Στο κείμενο του από την άλλη ο Ραμπελαί ασχολείται κι αυτός με το φαινόμενο του άεργου μοναχού, αλλά από κάπως διαφορετική σκοπιά. Από τη πλευρά του κοινωνικού ρατσισμού τον οποίο βίωναν . Ο συγγραφέας ωστόσο δικαιολογεί απόλυτα τη συμπεριφορά του λαού απέναντί τους. Ο τρόπος με τον οποίο ζουν δε συνάδει με τη νέα κοσμοαντίληψη και αυτό τους καθιστά παρείσακτους στην κοινωνία. Ο χλευασμός τους από τον απλό πολίτη είναι αναμενόμενος . Ο νέος υλιστικός κόσμος θωρεί τη δουλειά ως αγαθό .Όσοι απεύχονται την εργασία μοιάζουν με τους «κηφήνες» μιας κυψέλης ή τον «πίθηκο» που ψυχαγωγεί τους θεατές. Η αχρηστία τους και η μη αποδοτικότητα στην κοινωνία προκαλεί την επιθετικότητα του λαού που μπορεί να ερμηνεύεται σε ένα απλό γιουχάισμα ή ακόμα και σε άσκηση σωματικής βίας. Κι εδώ το λαϊκό λεξιλόγιο και οι εκφράσεις πρωτοστατούν : «καμπανίσει» , «νιο καλό κρασί», «πατερημά», «φελάει» .Κάποιες απ’ αυτές είναι επιπλέον πολύ σκληρές ,αθυρόστομες έως αντιλογοτεχνικές : «σκατοφαγάδες», «κλανιές», «μυξόνερο». Υπάρχουν όμως ρητορικές εκφράσεις ή λέξεις: «εκ της ρινός μορφής γνωστεόν», «προς σε ήρα», «ουχί, ουχί», «καταισχύνη». Το ύφος του κειμένου είναι πλέον ειρωνικό με κωμικά στοιχεία που κάνουν το διάβασμα του ανάλαφρο. Ουσιαστικά πρόκειται για μια παρωδία. Ειρωνεύεται τους άεργους μοναχούς όταν τους φέρνει αντιμέτωπους με όλα τα άλλα χρήσιμα επαγγέλματα .Διακωμωδεί την εικόνα του καλόγερου Γκρανκουζιέ καθώς τα υγρά της μύτης του ξεπροβάλλουν .Όλο το σκηνικό στο οινοποτείο προκαλεί μια εύθυμη διάθεση. Η αλληγορία με τη μορφή της παρομοίωσης υπάρχει κι εδώ. Οι καλόγεροι παρομοιάζονται με κηφήνες ή πίθηκο , οι κατάρες τους ως άνεμος κακίας , ο καλοκάγαθος καλόγερος Γκρανκουζιέ σαν άλογο εκκλησιαστικού δικαστή. Επίσης στο κείμενο αυτό υπάρχει έκδηλο το ερωτικό στοιχείο και η μορφή της γυναίκας (ιδιαίτερη προτίμηση των ουμανιστών) ειδικά στην εικόνα της παραμάνας που θηλάζει κι ακόμα περισσότερο στο υπονοούμενο του καλόγερου για τη μεγάλη μύτη του. Η γλώσσα του Ραμπελαί απλή με λαϊκές εκφράσεις αλλά ταυτόχρονα εμφυτεύει προτάσεις στα λατινικά ή παρμένες κι από την αρχαία ελληνική γραμματεία: «Ignavum fucos…arcent», «προς σε ήρα».

Τα δυο αυτά έργα αντιπροσωπευτικά δείγματα του ουμανιστικού πνεύματος

Το ερασμιακό έργο Μωρίας Εγκώμιον ανήκει σε ένα λογοτεχνικό είδος, που αναβιώνει μετά από πολλούς αιώνες, τη ρητορεία ή φανταστικός λόγος. Οι λόγοι αυτοί υπήρξαν δημοφιλείς μετά τους Έλληνες σοφιστές που έζησαν τον 6ο με 5ο αι. π.χ. κι αναβίωσαν μέσω του ουμανισμού. Ο Έρασμος υπήρξε θεολόγος κι ουμανιστής , υπερασπιστής του ωραίου του καθαρού και του αυθεντικού. Πίστευε σε μια θεολογία θεμελιωμένη στην αλήθεια της Αγίας Γραφής χωρίς επιτήδευση ,απελευθερωμένη, με αξία την καθαρή πίστη . Ο Γαργαντούας του Ραμπελαί από την άλλη ανήκει στο νέο λογοτεχνικό είδος το μυθιστόρημα. Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής του ενσαρκώνει τον νέο άνθρωπο που «τρώει πολύ και, γενικά ,ζει πληθωρικά» . Ο Ραμπελαί υπήρξε στη ζωή του ένας ουμανιστής, καλόγερος και γιατρός ταυτόχρονα. Οι δραστηριότητες του άρμοζαν με τη φιλοσοφία που πρέσβευε . Οι δυο τους επιτέθηκαν μέσα από τα γραπτά τους στο θρησκευτικό κατεστημένο γιατί το θεωρούσαν ψεύτικο και φαύλο. Ο Έρασμος στο κείμενο μιλά για «αυθεντικούς ορισμούς» θέλοντας να χτυπήσει την μεσαιωνική αντίληψη περί αυθεντιών. Η γλώσσα των ουμανιστών είναι επεξεργασμένη προέρχεται μέσα από τη βαθιά γνώση και μόρφωση στο κείμενο οι θεολόγοι ακόμα χρησιμοποιούν τη βάρβαρη εκείνη την αισχρή, κορακίστικη γεμάτη σολοικισμούς γλώσσα. Ενάντια στην τυπολατρία της ρωμαιοκαθολικής εξουσίας διακωμωδεί με καυστικό τρόπο την εμμονή των καλόγερων που «με μαθηματική ρέγουλα» περιποιούνται την ενδυμασία τους ενώ ταυτόχρονα όμως «καμαρώνουν για τη λίγδα και τη ζητιανιά τους». Ο ουμανιστής αντίθετα είναι ο άνθρωπος του μόχθου που σέβεται τον εαυτό του και τον αγαπά. Που εργάζεται κι απολαμβάνει τα υλικά αγαθά που αποκτά από το μόχθο του. Το χρήμα δεν αποτελεί αμαρτία αλλά αξία σε αντίθεση μ ε τους μοναχούς που φοβούνταν ν αγγίξουν τα χρήματα. Την ίδια αντίληψη για τη ζωή συναντούμε και στ ο κείμενο του Ραμπελαί που καταδικάζει τους άεργους μοναχούς επισημαίνοντας μια πλειάδα από επαγγέλματα για να δείξει τη χρησιμότητά τους : «δεν οργώνει όπως ο αγρότης… όπως ο εμπορευόμενος». Η τελευταία λέξη της φράσης δείχνει και τη νέα ενατένιση του κόσμου μέσα από το εμπόριο. Οι ουμανιστές λογοτέχνες έσκαψαν στο παρελθόν για να βρουν αυθεντικό υλικό από το οποίο εμπνεύστηκαν και χρησιμοποίησαν στα έργα τους. Στο Μωρίας Εγκώμιον συναντούμε αρκετά εμφυτεύματα (φράσεις και παροιμίες) παρμένα από την κλασική αρχαιότητα που χρησιμοποιούνται για να υπερτονίσουν το λόγο τους . Το εγκώμιο ξεκινά με μια αρχαία ελληνική παροιμία λίγο παραφρασμένη μα με την ίδια έννοια : «να μην αναδέψω αυτή τη βαλτωμένη Καμαρίνα … και ταράξω τις βρωμολυγαριές της». Στη συνέχεια αναφέρεται στο γνωστό αόρατο δίχτυ του Ήφαιστου με το οποίο ο θεός κατέφερε να πιάσει την άπιστη σύζυγο ,για να τονίσει την ικανότητα των θεολόγων να ξεγλιστρούν ακόμα κι απ΄ τις πιο δύσκολες καταστάσεις . Επιπλέον παρομοιάζει την επιχειρηματολογία τους με «τενεδιό τσεκούρι» γνωστή παροιμία κι αυτή παρμένη από τη μυθολογία. Φράσεις επίσης όπως το «δάσκαλε ημέτερε» , «φοβερίζουν μ’ αστροπελέκια» και πρωτοξάδερφοι με τους θεούς» παραπέμπουν άμεσα στο αρχαιοελληνικό στοιχείο. Ο Ραμπελαί από την άλλη χρησιμοποιεί αρχαίες λέξεις και φράσεις. Γενικά την τάση του ουμανιστικού πνεύματος τη διακρίνουμε και στο ύφος αλλά και στη γλώσσα των έργων . Τα καυστικά σχόλια ,τα ρητορικά σχήματα, η ειρωνεία ,η παρωδία και το κωμικό στοιχείο είναι τα υπό εξελίξει λογοτεχνικά σχήματα που είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στο συγγραφικό κόσμο είναι συστατικό κομμάτι κι αυτών των έργων. Η γλώσσα χωρίς να παραμερίζει την ιστορική αξία της καθαρά λατινικής ,παρουσιάζεται στη πιο λαϊκή της μορφή . Η γλώσσα του λαού αποτυπώνεται πια και στο γραπτό λόγο. Έτσι κι εδώ οι συγγραφείς μιλούν τη γλώσσα του λαού χρησιμοποιώντας ωστόσο και κάποιες πιο λογοτεχνικές. Τέλος ο άνθρωπος με τις αδυναμίες του ,τις επιθυμίες και τα οράματά του είναι στο επίκεντρο. Στα δυο έργα πρωταγωνιστούν άνθρωποι με πάθη και αδυναμίες .Ειδικά ο Γαργαντούας του Ραμπελαί εμπνέεται από το «βούρκο της λαϊκής παράδοσης» ο οποίος κουβαλά τις επιθυμίες και τις ελπίδες του ουμανιστικού κινήματος το οποίο εκφράζεται μέσα από την ατομική εμπειρία . Τέλος η εικόνα της γυναίκας παραμάνας είναι ένα στοιχείο που συνάδει κι αυτό με τη σειρά του στο να χαρακτηριστεί το κείμενο πλέον ουμανιστικό. Προσφιλές στοιχείο η γυναικεία παρουσία στη συγκεκριμένη λογοτεχνική παράδοση .

Στοιχεία πρωτοποριακά

Πολλά είναι τα πρωτοποριακά στοιχεία των δυο κειμένων. Αυτό που εντυπωσιάζει σε μια πρώτη ανάγνωση είναι ο τρόπος γραφής και το ύφος. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα θα μπορούσε να θεωρηθεί πρωτοποριακή. Είναι σκληρή κι αληθινή όπως η καθομιλουμένη. Αυτή η γραφή στην εποχή της θα είχε προκαλέσει μεγάλη έκπληξη και σίγουρα ποικίλες αντιδράσεις. Οι μεν κλασικοί διανοούμενοι θα δυσανασχέτησαν ενώ ο απλός λαός μάλλον θα ένιωσε ικανοποίηση καθώς θα είδε τη προφορική του γλώσσα αποτυπωμένη σε χαρτί . Αυτό το γεγονός από μόνο του ήταν μια γροθιά στο μέχρι τότε λογοτεχνικό κατεστημένο. Όσον αφορά τώρα στο κάθε αυτό περιεχόμενο των έργων σίγουρα η νέα αντίληψη των πραγμάτων όπως αυτή αποκαλύπτεται μέσα από την πένα των συγγραφέων σίγουρα έχει πρωτοποριακά στοιχεία. Κατ΄ αρχήν θίγονται κοινωνικές τάξεις που παραδοσιακά πρωτοστατούσαν για αιώνες και διαμόρφωναν συνειδήσεις αλλά και μια φιλοσοφία ζωής. Ομάδες που ούτε στη σκέψη δε θα μπορούσε κανείς να αντικρούσει ακόμα και κείνη την μεταβατική εποχή ,πόσο μάλιστα με τέτοιο τρόπο που οι δυο λογοτέχνες το έπραξαν. Επίσης μηνύματα όπως του Ραμπελαί «Όλοι οι αληθινοί χριστιανοί, σε οποιοδήποτε τόπο, σε οποιοδήποτε χρόνο ,οποιαδήποτε κι αν είναι η κατάστασή τους προσεύχονται στο Θεό» θα αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος αναφορικά με το κατεστημένο που επικρατούσε . Ακόμα και σήμερα αυτή η άποψη γι α κάποιους μπορεί φαίνεται ως αιρετική.

Συμπέρασμα

Στη νέα πραγματικότητα της νεόπλουτης αστικής τάξης , η απομάκρυνση από τα εγκόσμια ,σημαίνει ταυτόχρονα κι απομάκρυνση απ’ την ίδια τη ζωή. Ο άνθρωπος του ουμανισμού ζει τη πραγματικότητα με το νου και τις αισθήσεις. Πρεσβεύει την αλήθεια της ύπαρξής του κι απομονώνει κάθε τι δήθεν ,οπισθοδρομικό κι απόλυτο. Ο μοναχισμός αντιπροσωπεύει ότι πολεμούν, το στείρο κι ατέρμονο .Εκείνο που δε γεννά ζωή ,που δε προοδεύει. Κλεισμένοι στο χρονοντούλαπο του αυταρχικού ρωμαιοκαθολικισμού υποκλίνονται σε κανόνες επιφανειακούς και χωρίς καμιά ουσία κατά τους ουμανιστές. Ο κόσμος αλλάζει .Τα εμπορικά πλοία οργώνουν τις θάλασσες ανακαλύπτοντας νέους τόπους και εφοδιάζουν με αγαθά το λαό μα και γνώση. Αυτό που είναι ανάγκη για τον ουμανισμό είναι ο άνθρωπος να γνωρίσει τον εαυτό του, να πιστέψει στις δυνατότητές του . Ν΄αφήσει πίσω του κάθε τι που ανακόπτει την πορεία του ,ακόμα κι αυτή τη στείρα θρησκευτική αντίληψη του ρωμαιοκαθολικισμού. Να προχωρήσει προς το μέλλον , προς την εξέλιξη του. Η αφύπνιση μπορεί να χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα μα το κουκούλι που πρέπει να σπάσει απαιτεί ισχυρά εργαλεία. Η λογοτεχνία είναι ένα απ’ αυτά κι οι ουμανιστές συγγραφείς οι φιλόσοφοι της Αναγέννησης .






Βιβλιογραφία
Γ. Βάρσος, Αναγεννήσεις και Ουμανισμός (14ος –μέσα 16ου αι.),στο Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας : Από τον 6ο έως τις αρχές του 18ου αιώνα , τμ.Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα 1999

Benoit-Dusausoy A. & G. Fontaine (επιμ.), Ευρωπαϊκά Γράμματα: Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, μτφρ. A. Zήρας κ.ά., τ. Α΄, Σοκόλη, Αθήνα 1999

Κυριακή 5 Ιουλίου 2009

ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

ΑΘΗΝΑ-ΣΠΑΡΤΗ
εισαγωγή
Η αρχαία ελληνική πόλη ως έκφραση ομαδικής συμβίωσης, ακολουθεί τα χνάρια των ελληνικών φύλων .Ήδη από τα έπη του Ομήρου, ο όρος «πόλιν» ή «πτολίεθρον», αντικαθιστά ή συμπορεύεται με τον όρο «άστυ»[1]. Στην εργασία αυτή, θα ασχοληθούμε με τις δυο πιο σημαντικές πόλεις της αρχαιότητας. Την Αθήνα και τη Σπάρτη .Η χρονική περίοδος που θα αγγίξουμε, θα κυμανθεί από την αρχαϊκή εποχή έως και την κλασική. Θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας, στην κοινωνική διαστρωμάτωση και τα πολιτικά δικαιώματα, που ίσχυαν τότε με βάση πολιτικά, νομικά και οικονομικά κριτήρια.
Τα περισσότερα διασωθέντα στοιχεία και πληροφορίες που έχουμε, αφορούν την Αθήνα και ειδικά του 5ου και 4ου αι. π.χ[2]. Αυτό, θα επηρεάσει αναγκαστικά και τη δομή της εργασίας .Απαραίτητη επίσης διευκρίνιση, είναι πως όταν θα αναφερόμαστε σε κοινωνικές ομάδες και πολιτικά δικαιώματα, θα αποκλείεται εν γένει ο γυναικείος πληθυσμός. Οι γυναίκες, δεν είχαν ενεργή συμμετοχή στην πολιτική ,ούτε δικαίωμα ψήφου[3] . Ο Todd αναφέρει χαρακτηριστικά, πως οι δυο πόλεις «είχαν κοινό σύστημα ένα σύστημα μειοψηφικής διακυβέρνησης των αρρένων πολιτών[4]».
Η σύγκριση ανάμεσα στις πρωταγωνίστριες πόλεις αναπόφευκτη. Οι ομοιότητες τους μα και οι διαφορές τους ,έκδηλες . Στο συμπέρασμα, οι δυο πόλεις λαμβάνουν την ισοτιμία που τις αρμόζει, καθότι η συμπεριφορές τους έχουν κοινό παρονομαστή και επιδίωξη. Την ελευθερία .
1.ΑΘΗΝΑ
1.1Αρχαϊκή εποχή
Η αρχαϊκή περίοδος που ξεκινά ήδη από τα τέλη του 9ου αι. π.χ. σηματοδοτείται από κοινωνικές ανακατατάξεις και πολιτικές αλλαγές. Η αριστοκρατία ήταν το σύνηθες κοινωνικό και ταυτόχρονα πολιτικό καθεστώς της εποχής. Στην Αθήνα όπως στις περισσότερες ελληνικές πόλεις, οι αριστοκράτες έχουν στα χέρια τους την απόλυτη εξουσία. Πολιτική, στρατιωτική, δικαστική, θρησκευτική. Η μοναρχία υποχωρεί κι ο βασιλιάς παραχωρεί εξουσίες σε ένα συμβούλιο απαρτιζόμενο μόνο από τα μέλη μιας στρατιωτικής αριστοκρατίας. Ο ίδιος εκλέγεται για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η κατοχή γης και η καταγωγή, αποτελούν προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στην εξουσία. Κατά τον 7ο αι. π.χ. οι ευγενείς (στην Αθήνα ονομάζονταν Ευπατρίδες),είναι οι στρατοκράτορες, έχουν στην κατοχή τους τεράστιες εκτάσεις γης και είναι οι απόλυτοι πρωταγωνιστές στην πολιτική σκηνή. Οι 9 άρχοντες διοικούν την πόλη. Ο επώνυμος ¶ρχων κατέχει τη μέγιστη εξουσία, ο ¶ρχων βασιλιάς έχει θρησκευτικά καθήκοντα, ο πολέμαρχος ¶ρχων έχει την αρχηγεία του στρατού και οι υπόλοιποι 6 άρχοντες είναι οι θεσμοθέτες ή νομοθέτες με δικαστικά καθήκοντα. Διοικητικό σώμα αποτελεί ο ¶ρειος Πάγος με ισόβια μέλη, από τέως άρχοντες ,εποπτεύει τη διοίκηση με αρμοδιότητες δικαστικές ,ελεγκτικές[5] .
Η Αθήνα συμμετείχε ενεργά στην ανάπτυξη του αποικισμού, βιώνοντας σημαντικότατες αλλαγές στον οικονομικό τομέα. Αυτές, επέφεραν αλυσιδωτές αντιδράσεις, που επηρέασαν σε κοινωνικό επίπεδο την πόλη . Αίτια, όπως η αύξηση της παραγωγής , πλεόνασμα ,ανταλλακτικό εμπόριο, είχαν ως συνέπεια την καθιέρωση της δουλείας, ως παράγοντα κοινωνικοοικονομικό. Οι δούλοι ωστόσο δεν αποτελούν κοινωνική τάξη, παρά μόνο μοχλό ανάπτυξης της πόλης. Παράλληλα, ένα μέρος της αριστοκρατικής τάξης ασχολείται με την εξάπλωση του αποικισμού και του εμπορίου ,διατηρώντας μ’ αυτόν τον τρόπο τα προνόμιά τους, έναντι των φτωχών[6].Μια «νέα τάξη εμπόρων» αποτελούμενη από ξένους και «λιποτάκτες της παλιάς αριστοκρατίας» είναι πια γεγονός[7].
Ουσιαστικά, ο πληθυσμός της αριστοκρατικής κοινωνίας του 7ου αι. π.χ. εκτός από τους Ευπατρίδες (οι κάτοχοι της εξουσίας) διαιρείται σε άλλες δυο κοινωνικές τάξεις : στους «δημιουργούς (τεχνίτες), και στους αγρότες[8]». Οι δημιουργοί (ξένοι οι περισσότεροι) είναι οι επαγγελματίες της εποχής ,οι οποίοι σχημάτισαν μια κοινωνική τάξη χωρίς όμως πολιτικά δικαιώματα. Οι αγρότες (Γεώμοροι ή αγροίκοι) χωρίζονται σε μικρούς ή μεσαίους ιδιοκτήτες γης[9]. Στους φτωχούς αγρότες αναγνωρίζονται ατομικά δικαιώματα και δικαιώματα ιδιοκτησίας αλλά και υποχρεώσεις, όπως η παραχώρηση μέρος του εισοδήματός τους καθώς και η δέσμευση ,της μη εγκατάλειψης της γης και του επαγγέλματός τους.
Η αριστοκρατική διακυβέρνηση συνεχίζει να υφίσταται με την ανοχή του πληθυσμού κι αυτό φαίνεται το 636-630 π.χ από την αποτυχία του εγχειρήματος του Κύλωνα να καταλάβει την εξουσία, ως τύραννος. Για πρώτη φορά, ο λαός εκδηλώνει ένα είδος πολιτικού λόγου[10].
Το 624 ή το 621 π.χ. ο Δράκοντας τροποποιεί το πολίτευμα. Προσπαθεί να διατυπώσει τους νόμους γραπτώς και να επεκτείνει τα πολιτικά δικαιώματα και στις άλλες τάξεις των πλουσίων. Ειδικά στους «τοις όπλα παρεχομένοις[11]». Με νομοθεσία αντικαθιστά το εθιμικό και το οικογενειακό δίκαιο, δίνοντας την αρμοδιότητα αυτή στον ¶ρειο Πάγο. Η θέσπιση γραπτών νόμων -που ισχύουν για όλους- παραχωρεί αρμοδιότητες στο κράτος και σηματοδοτεί τη «νομική γέννηση της πόλης[12]».
Η εποχή του Σόλωνα
Το 594 π.χ. ο Σόλωνας εκλέγεται επώνυμος άρχοντας. Ο νέος ¶ρχων, έρχεται αντιμέτωπος με την εσωτερική κρίση (στάσις), που μαστίζει από το τέλος του 7ου αι. π.χ. την Αθήνα, με κύριο αίτημα τον αναδασμό της γης και την αποκοπή των χρεών[13].
Με μια σειρά από νόμους, καταφέρνει να δημιουργήσει μια νέα κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Ανάμεσα τους, διακρίνονται δυο σημαντικοί νόμοι με χαρακτήρα κοινωνικό .Ο πρώτος, είναι η κατάργηση του να δανείζει κάποιος τον εαυτό του.Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ελευθερωθούν όλοι όσοι μέχρι τότε είχαν υποδουλωθεί λόγω χρεών, ενώ στο μέλλον απαγορεύτηκε αυστηρά μια τέτοιου είδους συναλλαγή. Ο δεύτερος νόμος, είναι «η σεισάχθεια». Κάθε είδος χρεών προς το δημόσιο και τους ιδιώτες παραγράφεται. Αυτό ταυτόχρονα, οδηγεί και στην πλήρη ενσωμάτωση των αγροτών στην πολιτική κοινότητα[14].
Ο Σόλωνας διαιρεί τους πολίτες με βάση το ετήσιο εισόδημά τους, σε 4 τάξεις. Στους πεντακοσιομέδιμνους, οι οποίοι έχουν το πλεονέκτημα να εκλέγονται μόνο αυτοί στο αξίωμα του άρχοντα και στη διοίκηση του στρατού. Στους ιππείς, που έχουν δικαίωμα εκλογής στα ανώτερα αξιώματα και υπηρετούν με την ιδιότητα του ιππέα. Στους ζευγίτες, με δικαίωμα συμμετοχής σε κατώτερα αξιώματα και τέλος στους θήτες, που είναι όλοι οι υπόλοιποι ελεύθεροι πολίτες με δικαίωμα συμμετοχής στην εκκλησία του δήμου και στο στρατό, όπου υπηρετούν ως ψιλοί. Η διαίρεση αυτή, έχει επιπτώσεις στην κοινωνική και πολιτική κατάσταση του Αθηναίου πολίτη, αφού βασιζόταν σε οικονομικά κριτήρια τα οποία κατά βάση είναι ρευστά[15].
Σημαντικές μεταρρυθμίσεις υπήρξαν και σε νομοθετικό επίπεδο. Όλοι οι Αθηναίοι άνω των 20 ετών, έχουν το δικαίωμα συμμετοχής στην συνέλευση του δήμου, η οποία εξέλεγε τους άρχοντες και τα μέλη του Αρείου Πάγου( τα μέλη του ανήκαν στην 1η τάξη). Η θέσπιση ενός νέου θεσμού ,η Βουλή των 400 , έρχεται να περιορίσει την εξουσία του ¶ρειου Πάγου. Τα μέλη της (100 από κάθε φυλή) προέρχονται, από τις τρεις πρώτες τάξεις. Η αρμοδιότητα της είναι τα προβουλεύματα[16].
Ένας νέος σημαντικός πολιτικός θεσμός, αποτελεί η θέσπιση του δικαστηρίου της Ηλιαίας. Ένα λαϊκό δικαστήριο, με πολυπληθή μέλη(έως και 6.000) προερχόμενα κατόπιν κλήρωσης.
Οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, δίνουν για πρώτη φορά πολιτική δύναμη και υπόσταση στις μεσαίες τάξεις .Προϋπόθεση για τη συμμετοχή στην εξουσία δεν αποτελεί πια η καταγωγή αλλά ο πλούτος(τιμοκρατία).Επιπλέον, με τον νόμο «περί ατιμίας» οι χαμηλότερες τάξεις αποκτούν πολιτική συνείδηση, ενώ υποχρεούνται να παίρνουν θέση όλοι στις πολιτικές διενέξεις, διαφορετικά στερούνταν των πολιτικών τους δικαιωμάτων[17].
Η εποχή του Κλεισθένη

Το 507 π.χ. ο αριστοκράτης Κλεισθένης επαναστατεί, καταλαμβάνει την εξουσία και εγκαθιδρύει τη δική του τυραννία. Σκοπός του να οργανώσει την εξουσία και το πολιτικό σώμα[18]. Αρχικά, με γεωγραφικά κριτήρια αυξάνει τις φυλές σε 10. Η καθεμιά τους αποτελείται από 3 τριττύες και 10 δήμους. Ο δήμος είναι η νέα διοικητική διαίρεση, που στους κόλπους του ενσωματώνει περισσότερους πολίτες. Στο πολιτικό σώμα εντάσσονται ξανά -παίρνοντας πίσω τα πολιτικά τους δικαιώματα- οι εκδιωχθέντες από τον Ισαγόρα (οι ονομαζόμενοι νεοπολίτες)[19].
Πολιτικά δικαιώματα δίδονται για πρώτη φορά σε ξένους, αλλά και σε δούλους, που κατοικούσαν στην Αττική. Έτσι, η κατοχή γης παύει να αποτελεί πια προϋπόθεση για την πολιτική συμμετοχή[20]. Η αριστοκρατική τάξη αποδυναμώνεται, ενώ ο λαός συσπειρώνεται . 4 νόμοι ενδυναμώνουν τους δημοκρατικούς θεσμούς. Ο νόμος του «οστρακισμού» και «ο όρκος των βουλευτών», προστατεύουν τη δημοκρατία από την τυραννία. Ο νόμος για τον «τρόπο εκλογής των αρχόντων», ορίζει την εκλογή τους υπό την επίβλεψη του δήμου .Οι άρχοντες κληρώνονται από κάθε φυλή και εκλέγονται με ψηφοφορία .Ο τελευταίος νόμος, που εισήχθηκε μετά τα Μηδικά, «ο θεσμός των στρατηγών» επικύρωνε την εισβολή των στρατηγών στη πολιτική διοίκηση της πόλης. Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στους νόμους (ισονομία). Οι εισοδηματικές τάξεις του Σόλωνα διατηρούνται με τη διαφορά της ενίσχυσης της τάξης των θητών, οι οποίοι μπορούν πια να εκλέγονται κι αυτοί για άρχοντες .Η Βουλή αποκτά 100 μέλη παραπάνω. Ο δήμος της Αθήνας εξακολουθεί να αποτελείται από αγρότες ,μικρομεσαίους ,τεχνίτες και εμπόρους. Σε οικονομικό επίπεδο οι πλούσιοι επωμίζονται τα βάρη των φτωχών[21].
1.2 Κλασική εποχή
Τον 4ο αι.π.χ ο Εφιάλτης αφαιρεί εξουσίες από τον ¶ρειο Πάγο και τις παραχωρεί στην εκκλησία του δήμου, στην Ηλιαία και στη Βουλή των 500ων .Επίσης θεσπίζει «τη γραφή των παρανόμων».Οποιοσδήποτε πολίτης, μπορούσε να εναντιωθεί σε όποιο μέτρο εκείνος θεωρούσε πως έρχονταν σε αντίθεση με τους νόμους της πόλης του[22].
Η εποχή του Περικλή
Οι βασικές κοινωνικές ομάδες την εποχή του Περικλή είναι οι Αθηναίοι πολίτες , οι μέτοικοι και οι δούλοι. Το 451 π.χ. ορίζεται με νόμο το δικαίωμα της ιδιότητας του πολίτη. Προϋπόθεση είναι πια η καταγωγή, να είναι και οι δυο γονείς του Αθηναίοι πολίτες. Ο νόμος «περί ιθαγένειας», ισχυροποίησε την προνομιακή θέση του πολίτη, καθώς την έκανε πιο «δυσπρόσιτη[23]». Μόνο οι Αθηναίοι πολίτες, έχουν πολιτικά προνόμια και το δικαίωμα της ψήφου. Σ’ αυτούς, εντάσσονται και οι κληρούχοι, δηλαδή, οι αποικιστές Αθηναίοι πολίτες. Κι αυτοί κρατούν την ιδιότητά του πολίτη με όλα τα δικαιώματα, κι ας μη κατοικούν στη Μητρόπολη[24].
Συνεχίζοντας το έργο του Εφιάλτη, ο στρατηγός Περικλής, θεσπίζει μια σειρά μέτρων, εδραιώνοντας τη δημοκρατία ως έκφραση πολιτικής επιλογής. Η «μισθοφορά», επιτρέπει σε κάθε Αθηναίο πολίτη ακόμα και στον πιο φτωχό να μετέχει ενεργά στην δημόσια ζωή. Για την εκτέλεση ενός δημόσιου λειτουργήματος, δίδεται μισθός. Η πολιτική αποκτά μορφή επαγγέλματος κι έτσι ο καθένας μπορεί να εξασφαλίσει τον απαιτούμενο χρόνο που απαιτείται[25]. Τα πολιτειακά όργανα στα οποία μετέχουν οι πολίτες είναι η Εκκλησία του δήμου, η Βουλή, τα δικαστήρια και ο θεσμός των αρχόντων. Στην Εκκλησία του δήμου, έχουν όλοι ,όχι απλά το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση της συμμετοχής. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος της, το αποτελούν φτωχοί πολίτες. Ο καθένας, μπορούσε να κάνει μια πρόταση στη συνέλευση. Η συνέλευση αποφάσιζε για θέματα εξωτερικής πολιτικής και εσωτερικής οργάνωσης. Νομοθετούσε, επέβλεπε την οικονομία και επενέβαινε στη δικαστική εξουσία[26]. Στη Βουλή των 500ων μπορεί να μετέχει κάθε πολίτης μια έως 2 φορές στη ζωή του ,με διάρκεια κάθε φορά ενός έτους. Τον 4ο αι παρατηρείται μείωση των εξουσιών της[27]. Τα δικαστήρια της Αθήνας είναι ο ¶ρειος Πάγος και η Ηλιαία. Ο ¶ρειος Πάγος, το παλαιότερο δικαστήριο της Αθήνας, που ο ρόλος του ήταν και πολιτικός, παραχωρεί την ίδια περίοδο εξουσίες στο λαϊκό δικαστήριο, την Ηλιαία. Στην Ηλιαία μετέχουν Αθηναίοι πολίτες άνω των 30 ετών. Αρμοδιότητες της, η πολιτική και αστική δικαιοσύνη[28]. Οι άρχοντες αναδεικνύονται με κλήρο ή ψήφο. Θεωρητικά μετέχει κάθε πολίτης, αφού οι τιμοκρατικές προϋποθέσεις αχρηστεύονται κι ο ρόλος τους καταλήγει να είναι θρησκευτικός[29]. Στην κλασική εποχή επίσης παρατηρείται το γεγονός ,η στρατιωτική οργάνωση να συγχέεται με την πολιτική ζωή. Ο ίδιος ο Περικλής είχε εκλεγεί για 15 χρόνια αρχηγός [30].Ένας Αθηναίος πολίτης ,όταν το δικαίωμά ακυρωνόταν, έπεφτε στην κατηγορία του μέτοικου[31].
Οι μέτοικοι είναι οι ελεύθεροι μη Αθηναίοι ,Έλληνες και ξένοι, που ζούσαν και εργάζονταν στην Αθήνα[32].Δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα. Κάποιοι απ’ αυτούς είναι οικονομικά εύρωστοι. Ασχολούνται επί το πλείστον με το εμπόριο και με ελεύθερα επαγγέλματα. Δεν ανταγωνίζονται τους Αθηναίους, αντίθετα το όνειρό κάθε μέτοικου είναι να αποκτήσει κάποτε την ιδιότητα του πολίτη[33]. Υποχρεούνται από το κράτος να μετέχουν σε χορηγίες. Η μη ανταπόκρισή τους, σήμαινε αυτόματα και την υποβάθμισή τους σε δούλους[34].
Οι δούλοι στην Αθήνα, έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους[35]. Βασικός διαχωρισμός είναι σε κρατικούς (δημόσιους) δούλους και οι ιδιωτικούς . Πολιτικά δικαιώματα σαφώς δεν είχαν αλλά μπορούσαν να ελπίζουν στην εξαγορά της ελευθερίας τους. Χωρίς καμιά διάθεση για εξέγερση εκτελούν όλων των ειδών τα επαγγέλματα με μισθό[36].
2.ΣΠΑΡΤΗ
2.1.Αρχαϊκή εποχή
Οι περισσότερες πληροφορίες για τη Σπάρτη, προέρχονται από μη Σπαρτιάτες συγγραφείς[37]. Η οργάνωση της πόλης, κυμαίνεται από τα τέλη του 9ου αι. π.χ έως τις αρχές του 8ου αι. π.χ. Την εποχή εκείνη η Σπάρτη αντιμετωπίζει δημογραφικό πρόβλημα , «στενοχωρία»(έλλειψη καλλιεργήσιμης γης) . Για να το αντιμετωπίσει δεν στρέφεται στον αποικισμό, αλλά στη Μεσσηνία την οποία καταλαμβάνει επεκτείνοντας τα σύνορά της.Τον 7ο αι. π.χ. αποτελεί μια αριστοκρατική κοινωνία, ανοιχτή και φιλόξενοι προς όλους τους ξένους, προσφέροντάς τους επιπλέον πολιτική ισότητα[38].Τέλη του 7ου αι. π.χ η επανάσταση των Μεσσηνίων δημιουργεί κοινωνική και οικονομική κρίση. Η νίκη τους, προερχόμενη από την υιοθέτηση της φάλαγγας των οπλιτών, μεταλλάσσει τον πολιτικοκοινωνικό οικοδόμημα της Σπάρτης. Από κοινωνία των αρίστων γίνεται κοινωνία των οπλιτών[39]. Από τότε το πολίτευμά της αποτελεί, χωρίς ουσιαστικές μεταβολές, το μακροβιότερο στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.
Η Μεγάλη Ρήτρα
Η πολιτειακή οργάνωση της Σπάρτης, αγγίζει τα όρια μιας μυθοπλασίας. Ως πρώτος νομοθέτης και θεμελιωτής του πολιτικού συστήματος, φέρεται ο Λυκούργος, ένα πρόσωπο κατά πολλούς ανύπαρκτο[40].Η νομοθεσία, γνωστή ως Μεγάλη Ρήτρα, όριζε τη διαίρεση του λαού σε φυλές(ωβές) ,την ίδρυση της Γερουσίας, δυο βασιλείς και την Απέλλα. Αργότερα, εισέρχεται στο πολιτικό σκηνικό ένα συλλογικό σώμα από άνδρες άνω των 30 ετών, που εκλεγόταν από την Απέλλα και αποτελούσαν τους θεματοφύλακες της πολιτικής ζωής. Η εκλογή τους γινόταν κάθε χρόνο[41] .
Κοινωνικές ομάδες και δικαιώματα
Τρεις κοινωνικές ομάδες υπάρχουν στη Σπάρτη. Οι Όμοιοι ,σπαρτιατικός δήμος με πολιτικά δικαιώματα, οι περίοικοι και οι είλωτες. Οι προϋποθέσεις για να είναι κάποιος όμοιος είναι η γέννηση(καταγωγή), η επιτυχής συμμετοχή στην εκπαίδευση(αγωγή) ,η συμμετοχή στα συσσίτια και η εφαρμογή των νόμων[42].Ο Σπαρτιάτης αποκτά δικαιώματα μόνο αν παρακολουθήσει με επιτυχία την αγωγή. Από δω φαίνεται πως δεν έφτανε κάποιος να γεννηθεί απλά Σπαρτιάτης αλλά γινόταν στην πορεία. Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική ,ανήκει στο κράτος και είναι ίδια για όλους ,χωρίς κριτήρια καταγωγής ή φύλλου[43]. Οι Σπαρτιάτες έπρεπε να είναι σε θέση να οργανώνουν κοινά δείπνα(συσσίτια) [44]. Μπορούν να εκλέγουν και να εκλέγονται. Δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ τους. Είναι ιδιοκτήτες γης. Η ισότητα των κλήρων με βάση τα έσοδά τους όριζε και την ισότητα(ομοιότητα) ανάμεσά τους. Δεν επιτρεπόταν στους Ομοίους να εξασκούν κάποιο επάγγελμα παρά μόνο τα στρατιωτικά τους καθήκοντα[45]. Οι Όμοιοι μετέχουν σ’ όλα τα πολιτειακά όργανα. Στη Σπάρτη υπάρχει δυαρχία, δυο βασιλείς με ισότιμη πολιτική εξουσία. Η γερουσία αποτελείται από ισόβια μέλη 28 συν τους δυο βασιλιάδες. Όλοι όσοι είναι πάνω από 60 χρονών έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις κι έχουν διακριθεί για το ήθος τους μπορούν να μετέχουν σ’ αυτή. Στην Απέλλα συμμετέχουν όλοι οι Σπαρτιάτες άνω των 30 ετών. Η συνέλευση αυτή απλά επικύρωνε «δια βοής» τα προβουλεύματα της γερουσίας[46].
Δεύτερη κοινωνική ομάδα είναι οι περίοικοι. Υποτελής κάτοικοι της Λακωνίας που πλήρωναν φόρο στη Σπάρτη. Ζούσαν σε κοινότητες υπό δική τους διοίκηση και εξασκούσαν όλα τα επαγγέλματα. Η συμβίωσή τους με τους Σπαρτιάτες είναι αρμονική. Δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα[47].
Η Τρίτη κοινωνική ομάδα είναι οι είλωτες. Αγροτικοί κρατικοί δούλοι ,καταγωγής ελληνικής. Ζουν σε ξεχωριστές κοινότητες και καλλιεργούν τη γη των Σπαρτιατών. Συμμετέχουν στο στρατό ως ψιλοί. Δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα. Έξω από τα σύνορα της Σπάρτης ,όμως, αντιμετωπίζονται ως ελεύθεροι ,από τους υπόλοιπους Έλληνες [48]. Ο Todd αναφέρει πως ανάμεσα των κυριών τους και των ιδίων υπήρχε αντιπαλότητα[49].
2.2Κλασική εποχή
Τον 5ο αι.π.χ. η Σπάρτη εισέρχεται σε μια περίοδο αλλαγών. Το σώμα των Ομοίων συρρικνώνεται εξ αιτίας του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο ρόλος των εφόρων ενισχύεται σε βάρος της βασιλείας .Η πολιτική ισότητα ανάμεσα στους πολίτες ανατρέπεται .Το πολιτικό σώμα χάνει την ομοιογένειά του. Πολίτες λόγω οικονομικών παραγόντων εκτοπίζονται από το σώμα των Ομοίων. Μόνο οι πολίτες-οπλίτες καταλήγουν μεγαλοϊδιοκτήτες γης. Το πολίτευμα είναι στα χέρια των ολίγων και η πολεμική ιδιότητα εκχωρείται και σε άλλες κοινωνικές ομάδες [50]. Αυτές, λόγω της συμμετοχής τους στο στρατιωτικό έλλειμμα, αρχίζουν να διεκδικούν συμμετοχή στην πολιτική ζωή κι απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων. Είναι οι υπομείωνες ,πρώην όμοιοι που έχασαν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Οι τρέσαντες οι οποίοι δείλιασαν στη μάχη. Οι τρόφιμοι ,ξένοι που συμμετείχαν στην αγωγή. Μόθακες που ήταν συνήθως τα νόθα παιδιά των ομοίων και οι νεοδαμώδεις ,είλωτες που είχαν ανταμειφθεί για την προσφορά τους στο κράτος[51]. Τον 4ο αι.π.χ. ο νόμος του Επιταδέα επιτρέπει σε κάθε Σπαρτιάτη να μεταβιβάζει τον κλήρο του όπως αυτός επιθυμούσε[52] .
Συμπέρασμα
Ανεξάρτητα από τις διαφορές των δυο πόλεων, Αθήνας και Σπάρτης υπήρχε μια σαφής ομοιότητα. Η διακυβέρνησή τους στηριζόταν σε ένα σύστημα μειοψηφίας που το αποτελούσαν μόνο άρρενες πολίτες. Οι πολεμική και πολιτική αρετή ήταν κοινή επιδίωξη . Ο στόχος ωστόσο ήταν η ελευθερία. Οι πολίτες των δυο πόλεων υπάκουαν στους νόμους ,σέβονταν τους θεσμούς. Η ελευθερία και τα δικαιώματα οριοθετούνται και απορρέουν μέσα απ’ την πόλη[53]. Για τους αρχαίους Αθηναίους και Σπαρτιάτες η ελευθερία αυτή αποκτιόταν μέσα από συνεχείς αγώνες και εξαρτιόταν άμεσα απ’ αυτούς. Τίποτα δεν αποτελούσε πανάκεια και δεν χαριζόταν ως φυσικό δικαίωμα .


________________________________________
[1] Α.Μήλιος, «Γέννηση και εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής πόλης», στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι:Από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, Ε.Α.Π., Πάτρα ,2000, σελ.26
[2] στο ίδιο σελ.82
[3] S.C.Todd, «Δημοκρατία, Ολιγαρχία και κατανομή της εξουσίας» ,στο Αθήνα και Σπάρτη, μτφρ.Χ.Φαράκλας, Καρδαμίτσα, 2005,σελ. 54
[4] στο ίδιο, σελ.53
[5] ο.π., Ν.Μπιργαλιάς, «Γενικά χαρακτηριστικά της αριστοκρατικής κοινωνίας την αρχαϊκή εποχή (8ος -6ος αι. π.χ.», στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι:Από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, σελ131.
[6],στο ίδιο.,σελ.118
[7] στο ίδιο, σελ.120-121
[8] στο ίδιο, σελ.119
[9] στο ίδιο, «Πολιτική και Κοινωνία στην Αρχαϊκή και κλασική Αθήνα», σελ.131
[10] στο ίδιο, σελ.132
[11] στο ίδιο,σελ.133
[12] στο ίδιο
[13] στο ίδιο
[14] στο ίδιο, σελ.134
[15] στο ίδιο,σελ.135
[16] Ν.Μπιργαλιάς, «Πολιτική και Κοινωνία στην Αρχαϊκή και κλασική Αθήνα », στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι:Από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, σελ136
[17] στο ίδιο, σελ.137-138
[18] στο ίδιο, σελ.140
[19] στο ίδιο,σελ.140-141
[20] στο ίδιο, σελ.141
[21] στο ίδιο, Ν.Μπιργαλιάς, ,«Πολιτική και Κοινωνία στην Αρχαϊκή και κλασική Αθήνα », σελ.144-145
[22] στο ίδιο, σελ.146
[23] S.C.Todd, «Δημοκρατία, Ολιγαρχία και κατανομή της εξουσίας» ,στο Αθήνα και Σπάρτη, μτφρ.Χ.Φαράκλας, Καρδαμίτσα, 2005,σελ.54-55
[24] ο.π., Ν.Μπιργαλιάς, σελ. 147
[25] στο ίδιο., Ν.Μπιργαλιάς, σελ. 147
[26] στο ίδιο, σελ.152
[27] στο ίδιο, σελ.155
[28] ο.π., S.C.Todd, σελ.56
[29] ο.π., Ν.Μπιργαλιάς, σελ 157
[30] στο ίδιο, σελ.163-164
[31] M.M.Austin –P.Vidal- Naquet, «Η Κλασική Αθήνα», στο Οικονομία και Κοινωνία στην Αρχαία Ελλάδα, μτφρ.Τ.Κουκουλιός, Δαίδαλος Ι.Ζαχαρόπουλος , Αθήνα, 1998,σελ.147
[32] ο.π., S.C.Todd, σελ.54-55
[33]ο.π. M.M.Austin ,σελ.150
[34] στο ίδιο, σελ. 147
[35] στο ίδιο,σελ.151
[36] στο ίδιο, σελ. 148
[37] ο.π., Ν.Μπιργαλιάς, «Πολιτική και Κοινωνία στην Αρχαϊκή και κλασική Σπάρτη», στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι:Από την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, σελ170
[38] στο ίδιο, σελ.170
[39] στο ίδιο,σελ. 174
[40] P.Cartledge, «Εισαγωγή», Οι Σπαρτιάτες μια επική ιστορία, μτφρ.Α.Φιλιππάτος. Λιβάνη ,Αθήνα ,2004, σελ.31-32
[41] ο.π., Ν.Μπιργαλιάς,σελ.202
[42] ο.π., Ν.Μπιργαλιάς,σελ179
[43]στο ίδιο,σελ180
[44]στο ίδιο,σελ183
[45]στο ίδιο,σελ..177-178
[46] στο ίδιο,σελ.197
[47] στο ίδιο, σελ. 186
[48] στο ίδιο,σελ.187-188
[49] ο.π.,S.C.Todd, «Δημοκρατία, Ολιγαρχία και κατανομή της εξουσίας» ,στο Αθήνα και Σπάρτη,σελ.64
[50] ο.π., Ν.Μπιργαλιάς,σελ191
[51] στο ίδιο.,σελ.192-195
[52] στο ίδιο,σελ.196
[53] στο ίδιο,σελ.184